0
Το βράδυ της 26ης Αυγούστου 2007 και μετά από σύσκεψη του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή με τη στρατιωτική ηγεσία στο Υπουργείο Άμυνας, ανακοινώθηκε από υπουργούς ότι η χώρα δέχεται ασύμμετρη επίθεση (απειλή), σε σχέση με τις πυρκαγιές στην Ηλεία.



Γράφει ο Βαγγέλης Χωραφάς


Η ασύμμετρη απειλή ως όρος, αν και πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, εξακολουθεί να παραμένει ασαφής για ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης.

Ο όρος αυτός εισέρχεται στη θεωρία και πρακτική των Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας από τα μέσα του 2000, όταν ξεκίνησε η σύνταξη της Αμυντικής Στρατηγικής Αναθεώρησης (ΑΣΑ) -οι βασικές της προδιαγραφές δημοσιοποιήθηκαν τον Νοέμβριο 2000- και η οποία κατατέθηκε ως επίσημο κείμενο τον Σεπτέμβριο 2001. Στο κείμενο της ΑΣΑ εκτός από την τουρκική απειλή, η οποία αναφέρεται ως η μακράν σημαντικότερη απειλή, περιλαμβάνονται και κάποιες υπαρκτές ή δυνητικές απειλές για την ελληνική ασφάλεια στον 21ο αιώνα, όπως η τρομοκρατία, η ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση, το διεθνές οργανωμένο έγκλημα, η έκρηξη των τεχνολογιών πληροφορικής και η διασπορά όπλων μαζικής καταστροφής.

Στην ΑΣΑ αναφέρεται επίσης ότι μπορεί να παρουσιαστεί η ανάγκη αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών με συμμετοχή και των Ενόπλων Δυνάμεων, που απαιτεί τη θεσμική και οργανωτική ενίσχυση του μηχανισμού εθνικής ασφάλειας και αντιμετώπισης εκτάκτων καταστάσεων, με τη δημιουργία πρωτίστως ενός Εθνικού Συστήματος Χειρισμού Κρίσεων που θα λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα για την έγκαιρη εκτίμηση και αντιμετώπιση έντασης ή κρίσης, τόσο από πολιτική, όσο και από στρατιωτική πλευρά, αν και όποτε χρειαστεί.


ΑΣΥΜΜΕΤΡΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ

Καθώς η ανθρωπότητα εισέρχεται στην τρίτη χιλιετηρίδα, είναι έντονο το αίσθημα αβεβαιότητας ως προς τις πιθανές απειλές που τα έθνη-κράτη και η διεθνής κοινότητα θα αντιμετωπίσουν.

Στη μεταψυχροπολεμική εποχή οι κίνδυνοι και οι εξωτερικές απειλές για την εθνική ασφάλεια ενός κράτους δεν είναι μόνο στρατιωτικής φύσης, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με στρατιωτικά μέσα και χρειάζεται συνεργασία όλων των εμπλεκομένων φορέων και χρήση όλων των μηχανισμών που έχει στη διάθεσή του ένα κράτος.

Επίσης απαραίτητη είναι η διεθνής συνεργασία, λόγω της διεθνικής φύσης πολλών προβλημάτων.

Ως ασύμμετρες απειλές ορίζονται οι προσπάθειες εκείνες υπονόμευσης της ισχύος ενός αντιπάλου, οι οποίες στηρίζονται στην εκμετάλλευση των αδυναμιών του με χρήση μέσων που διαφέρουν σημαντικά από τον συνήθη τρόπο διεξαγωγής επιχειρήσεων του αντιπάλου.

Ο όρος «ασύμμετρη απειλή» έκανε την εμφάνισή του στις αρχές της δεκαετίες του 1990 και συνιστά τη μη παραδοσιακή απειλή προς κυβερνήσεις και συλλογικούς οργανισμούς άμυνας και ασφάλειας.

Οι απειλές αυτές δεν ενέχουν τον κίνδυνο ενός μεγάλου συμβατικού πολέμου εναντίον των δυνάμεων του αναπτυγμένου κόσμου, ωστόσο ενέχουν ισάξιους, ίσως και μεγαλύτερους κινδύνους για τους επιμέρους λαούς και τις κυβερνήσεις τους.

Θα λέγαμε επίσης ότι ασύμμετρες απειλές είναι μια εκδοχή του «δεν πολεμώ συμβατικά», η οποία συμπεριλαμβάνει τη χρήση του αιφνιδιασμού σε όλες του τις διαστάσεις και τη χρήση όπλων με τρόπους που δεν προβλέπονται στη σχεδίαση και στα σενάρια των οργανωμένων κρατών.

Επίσης, περιλαμβάνουν το ενδεχόμενο ένας αντίπαλος να σχεδιάσει μια στρατηγική, η οποία να μεταβάλει ριζικά το πεδίο στο οποίο εκτυλίσσεται η σύγκρουση, καθώς από τη μία βρίσκεται ένα οργανωμένο κράτος και από την άλλη έχουμε «ομάδες συμφερόντων».



Ο αυξανόμενα τεχνολογικός πολιτισμός μας και η επικέντρωση των δραστηριοτήτων σε μεγάλα αστικά κέντρα με υψηλή συγκέντρωση πληθυσμού, αυξάνουν και την τρωτότητα στις ασύμμετρες απειλές.

Ζούμε σε κοινωνίες που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην ομαλή συνεργατική λειτουργία μεγάλου αριθμού συστημάτων και λειτουργιών (συγκοινωνίες, ενέργεια, επικοινωνίες, υδροδότηση, διατροφή, υγεία και περίθαλψη και διατήρηση της δημόσιας τάξης, οικονομία και εμπόριο, εθνική άμυνα κ.λπ.).

Η αποδυνάμωση μιας ή περισσότερων συνιστωσών -συνήθως με τη μορφή πλήγματος στις κρίσιμες υποδομές- ως αποτέλεσμα μιας καταστροφής μεγάλης έκτασης μπορεί να οδηγήσει στην (μικρής ή μεγαλύτερης διάρκειας) κατάρρευση του κρατικού μηχανισμού, με απρόβλεπτες συνέπειες.

Για την αντιμετώπιση των ανωτέρω προβλημάτων και απειλών, απαιτείται η θεσμική και οργανωτική ενίσχυση των μηχανισμών ασφάλειας και αντιμετώπισης εκτάκτων καταστάσεων.

Οι ασύμμετρες απειλές μπορούν να λάβουν πολλές μορφές ανάλογα με τους στόχους και τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για την επίτευξή τους και οι συνέπειές τους μπορεί να είναι τόσο σε τακτικό όσο και σε στρατηγικό επίπεδο.

Σε στρατηγικό επίπεδο μια ασύμμετρη προσέγγιση αποσκοπεί στην εκμετάλλευση των φόβων των πολιτών ώστε να αποδυναμώσει τις δημοκρατικές διαδικασίες, να υπονομεύσει την κυβέρνηση ή να εκθέσει τους συμμάχους της. Οι απειλές έχουν ένα ισχυρό ψυχολογικό καθώς και φυσικό επακόλουθο.

Σε τακτικό επίπεδο, ένας αντίπαλος μπορεί να οδηγήσει σε αναγκαστική αλλαγή πορείας ή τακτικής προβαίνοντας σε επιθέσεις οι οποίες είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν ή να παρεμποδιστούν.

Η ένταση είναι όρος εξαιρετικά δύσκολος στον προσδιορισμό του και εξαρτάται από τα κριτήρια και τις ενδείξεις που χρησιμοποιούνται.

Έχει πλέον διαπιστωθεί ότι οι συγκρούσεις χαμηλής έντασης θα είναι το κυρίαρχο είδος πολέμου στο μέλλον.

Οι συγκρούσεις αυτές διεξάγονται συνήθως με ανορθόδοξες μεθόδους που περιλαμβάνουν φαινόμενα, από εσωτερική αναταραχή και τρομοκρατία μέχρι μεταμοντέρνα ένοπλα κινήματα, περιγράφεται δε ως «πολιτικο-στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ κρατών ή μεταξύ κρατών και επαναστατικών ομάδων, που βρίσκονται κάτω από το επίπεδο της κλασικής πολεμικής σύγκρουσης και πάνω από το επίπεδο της ειρηνικής αντιπαλότητας».

Υπό αυτήν την έννοια είναι αμφίβολο αν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «φαινόμενα πολέμου» με την κλασσική έννοια.

Θεωρείται βέβαιο ότι εφεξής οι περισσότερες συγκρούσεις που θα αντιμετωπίσει η Δύση θα προέρχονται από ασύμμετρες απειλές, αλλά και ότι αυτές οι απειλές θα δρομολογούνται από διάφορες και ταυτόχρονες πηγές.

Η πιθανότητα μιας συμβατικής τρομοκρατικής ενέργειας και σύγκρουσης χαμηλής έντασης που θα συνοδευτεί ή συνδυαστεί με επιθέσεις σε υποδομές και συστήματα πληροφορικής, καταστρέφοντας ζωτικά συστήματα εμπορικών, στρατιωτικών και κυβερνητικών επικοινωνιών και πληροφοριών, είναι μεγάλη.

Μια τέτοια απειλή θα έχει αποτελέσματα δυσανάλογα με τα χρησιμοποιημένα μέσα για την υλοποίησή της.


Συμπερασματικά, στο νέο αυτό ρευστό περιβάλλον του 21ου αιώνα, τα κράτη οφείλουν να διασφαλίσουν την περιφερειακή και διεθνή ασφάλεια και να προετοιμάζονται για την αντιμετώπιση ασύμμετρων απειλών.

Υπάρχουν πολλές πηγές ασύμμετρων απειλών και για το λόγο αυτό οι χώρες οφείλουν να αναδιαρθρώσουν τις τακτικές και τα μέσα που διαθέτουν για να φέρουν στο φως τις πηγές αυτών των απειλών.

Καθώς οι ασύμμετρες απειλές ενέχουν το στοιχείο του αιφνιδιασμού, καθίσταται αναγκαία η ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού συστήματος πληροφοριών που θα μπορέσει να προειδοποιήσει για τον οποιονδήποτε κίνδυνο και να μειώσει τις πιθανές καταστροφικές συνέπειες.

Γι’ αυτό απαιτείται η βελτίωση των ικανοτήτων των υπηρεσιών πληροφοριών. Αν και τα τεχνολογικά μέσα είναι ζωτικής σημασίας στην παρακολούθηση και αξιολόγηση τέτοιων απειλών, το καλύτερο μέσο θεωρείται το ανθρώπινο δυναμικό.

Γενικότερα, οι εξελίξεις στο επίπεδο των ασύμμετρων απειλών θα οδηγήσουν τις ένοπλες δυνάμεις των κρατών σε αλλαγές μορφής, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις επιχειρησιακές απαιτήσεις των συγκρούσεων αυτών και ταυτόχρονα να διατηρήσουν το ρόλο τους.

Η χώρα που θα βρεθεί απροετοίμαστη να χρησιμοποιήσει την εναλλακτική επιλογή της προσφυγής σε ενέργειες αντιμετώπισης εχθρικών ενεργειών και από ασύμμετρες απειλές, ενδέχεται να αφήσει ακάλυπτο ένα ευρύ φάσμα επιλογών στη διαχείριση κρίσεων και την αντιμετώπιση προκλήσεων, καταδεικνύοντας έτσι την ανεπάρκεια της γενικότερης αμυντικής πολιτικής της.


Οι βασικότερες μορφές ασύμμετρης απειλής είναι:

Η διεθνής τρομοκρατία, η οποία αναδεικνύεται σε πρωτεύουσα απειλή για τις μεγάλες δυνάμεις της διεθνούς κοινότητας. Ειδικά η απειλή που προέρχεται από τις ισλαμικές κυρίως οργανώσεις, χαρακτηρίζεται από τρία πολύ βασικά στοιχεία: πρώτον, το στοιχείο του αιφνιδιασμού ή της μη προειδοποίησης σε ενδεχόμενο τρομοκρατικό κτύπημα, δεύτερον, από το στοιχείο του ακραιφνή φανατισμού και της αυτοθυσίας, και τέλος, από την πρόσβαση σε χρηματοδοτικούς πόρους που είναι αρκετά μεγάλοι για να εξασφαλίσουν τόσο τη μακροβιότητα όσο και την άρτια οργάνωση και παγκόσμια εξάπλωση (με τη δημιουργία πολλών τρομοκρατικών πυρήνων ανά τον κόσμο) των οργανώσεων αυτών. Χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο, η Νορβηγία, η Γερμανία κ.λ.π. έχουν ήδη εμπλακεί στον κύκλο της της τρομοκρατίας.

Η τρομοκρατική ενέργεια συνίσταται στην εκ προθέσεως και εκ συστήματος χρήση μέσων βίας ή απειλή χρήσης τέτοιων μέσων, με στόχο την πρόκληση τρόμου και την επίτευξη ορισμένων αποτελεσμάτων.

Η τρομοκρατία αποβλέπει στη δημιουργία συλλογικού πανικού και αποδιοργάνωσης σε μια κοινωνική ομάδα, είτε σε ένα πολιτικό σχηματισμό, είτε στο σύνολο των κατοίκων μιας χώρας. Οι τρομοκράτες πιστεύουν ότι οι δικές τους ατομικές ή συλλογικές τρομοκρατικές ενέργειες συνιστούν ένα είδος «νόμιμης άμυνας», η οποία εκδηλώνεται με βίαια μέσα, γιατί δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν με ίσους όρους τους αντιπάλους τους.

Με τα μέχρι σήμερα στοιχεία, φαίνεται ότι αυτές οι ομάδες θα συνεχίσουν να αυτοαναπαράγονται τις επόμενες δεκαετίες.

Η σταδιακή αποδυνάμωση των εθνικών κρατών, ως μέρος της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, ενισχύει την περαιτέρω διασπορά των κέντρων αναφοράς των νέων ομάδων ανταρτοπόλεμου προωθώντας την περαιτέρω αποκέντρωση των δομών τους.

Η ύπαρξη μη συνεκτικής ιεραρχίας κάνει εξαιρετικά δύσκολη την εξάρθρωση ενός δικτυοκεντρικού μοντέλου ανταρτοπόλεμου 4ης γενιάς.

Πρέπει να αναμένεται ότι αργά ή γρήγορα οι οργανώσεις αυτής της μορφής θα επικεντρωθούν στη συστηματική αποδιάρθρωση των οικονομικών και κοινωνικών συστημάτων των χωρών της Δύσης. Όσο θα διευρύνεται η πίεση των μηχανισμών εσωτερικής ασφάλειας των δυτικών χωρών επάνω τους τόσο οι σχεδιασμοί τους θα χαρακτηρίζονται από τα στοιχεία της απλοποίησης και της μέγιστης επικοινωνιακής αποδοτικότητας. Η δυνατότητα απόκτησης και χρήσης όπλων μαζικής καταστροφής από τις οργανώσεις αυτές, είναι προς το παρόν περιορισμένες, αλλά τίποτα δεν πρέπει να αποκλείεται.

Όσο θα προχωράει η παγκοσμιοποίηση θα διευρύνεται και το φαινόμενο της «μαύρης παγκοσμιοποίησης».

Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αναμένεται η συνέχιση της δυνατότητας αυτοχρηματοδότησης τόσο των πολυάριθμων κέντρων αναφοράς όσο και του δικτύου των οργανώσεων οι οποίες είναι συνδεδεμένες μαζί τους.

Ήδη το φαινόμενο της «μισθοφορικής τρομοκρατίας» –το ανάλογο των ιδιωτικών στρατών που προωθούν οι αμερικανικές κυβερνήσεις– έχει δώσει τα πρώτα δείγματα γραφής και αναμένεται να διευρυνθεί όσο η παγκοσμιοποίηση θα βαθαίνει το χάσμα μεταξύ Βορρά και Νότου.

Η Ελλάδα δεν έχει πληγεί ακόμα από αυτού του τύπου τρομοκρατία. Η παραδοσιακή τρομοκρατία που υπάρχει στην Ελλάδα, είναι διαχειρίσιμη από τις αστυνομικές αρχές.

Τα όπλα μαζικής καταστροφής (Weapons of Mass Destruction – WMD), η διασπορά των οποίων μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την ασφάλεια οποιουδήποτε κράτους.

Η απειλή αυτή μπορεί να είναι πυρηνική, βιολογική ή χημική, ανάλογα με τα όπλα και την τεχνολογία που κατέχει ο αντίπαλος.

Ειδικά τα βιολογικά και χημικά όπλα (και η αντίστοιχη τεχνογνωσία) μπορούν ευκολότερα και με μικρότερο κόστος να βρεθούν στην κατοχή μη κρατικών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων και των τρομοκρατικών οργανώσεων.

Προς το παρόν, η μεγάλη διάχυση των όπλων μαζικής καταστροφής μεταξύ κρατών, έχει αποφευχθεί.

Τον Ιούλιο 2007 η Organization for the Prohibition of Chemical Weapons (OPCW) επιβεβαίωσε τη καταστροφή του οπλοστασίου χημικών όπλων της Αλβανίας.

Από το 2016 και η Βουλγαρία δεν κατέχει χημικά όπλα, μία διαδικασία που ξεκίνησε από το 2000, ενώ το εργοστάσιο στο Σμιάντοβο παράγει τώρα χημικά προϊόντα για την οικονομία. Σε γενικές γραμμές δεν υπήρξε διαρροή χημικών όπλων σε μη κρατικές οντότητες στα Βαλκάνια, μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ.

Το διεθνές οργανωμένο έγκλημα. Το οργανωμένο έγκλημα υπήρχε και υπάρχει σε όλες τις μορφές κοινωνιών και σε όλα τα στάδια εξέλιξης της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Η ταχύτατη εξέλιξη της παγκοσμιοποίησης τα τελευταία χρόνια, οδήγησε και στη δημιουργία της μαύρης παγκοσμιοποίησης. Η τελευταία νοείται ως η κίνηση του οργανωμένου εγκλήματος στο χώρο της οικονομίας, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα τη βία και το παγκόσμιο εμπόριο –με τη συμμετοχή ή όχι και νόμιμων επιχειρήσεων– για την αποφυγή ελέγχων, ρυθμίσεων, πιστοποιήσεων κ.λ.π.

Το διεθνές οργανωμένο έγκλημα είναι εξαιρετικά ισχυρό σε κράτη της Αμερικής που εμπλέκονται στο εμπόριο ναρκωτικών (Μεξικό, Κολομβία κ.α.), αλλά και σε χώρες των Βαλκανίων ή της πρώην ΕΣΣΔ. Στην περίπτωση της Ελλάδας, το φαινόμενο (με την εμφάνιση ομάδων μαφίας, προέλευσης κυρίως από το πρώην ανατολικό μπλοκ) είναι ακόμα διαχειρίσιμο από τις αστυνομικές αρχές.

Οι διεθνείς προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές. Είναι γεγονός ότι η ευκολία των διεθνών μετακινήσεων και επικοινωνιών και η διαπερατότητα των διεθνών συνόρων σε πολλές περιοχές του κόσμου (όπως π.χ. στην πρώην ΕΣΣΔ και τα Βαλκάνια) συνέργησαν στη δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς για παράνομα αγαθά και δραστηριότητες και δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος για την αλματώδη αύξηση του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος, της παράνομης μετανάστευσης, του εμπορίου ναρκωτικών και της διαφθοράς. Τα φαινόμενα αυτά διογκώθηκαν με τα προβλήματα που δημιούργησε η Αραβική Άνοιξη –αλλά και η φτώχεια και η βία– στις χώρες της Βόρειας Αφρικής και κορυφώθηκαν με την κρίση της Συρίας, αλλά και τον συνεχιζόμενο πόλεμο στο Αφγανιστάν.

Η Ελλάδα και η Ιταλία, ως πύλες εισόδου στην Ευρώπη, αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα. Η Ελλάδα έχει δεχτεί και εξακολουθεί να δέχεται έναν μεγάλο αριθμό προσφύγων και μεταναστών, ενώ τίποτα δεν δείχνει ότι αυτή η ροή θα διακοπεί. Οι πρόσφυγες/μετανάστες από μόνοι τους, δεν αποτελούν μη διαχειρίσιμο πρόβλημα για την ασφάλεια της Ελλάδας, στο βαθμό που οι αριθμοί τους παραμένουν στα τωρινά επίπεδα. Ωστόσο αποτελούν δυνητικούς φορείς διεύρυνσης άλλων ασύμμετρων απειλών, όπως η τρομοκρατία, το οργανωμένο έγκλημα, η μαύρη παγκοσμιοποίηση κ.λ.π.

Την ίδια ώρα, αποτελούν και μία σημαντική ασύμμετρη απειλή στο βαθμό που η Τουρκία τους χρησιμοποιεί ως μοχλό εκβιασμού και εις βάρος της Ελλάδας και εις βάρος της ΕΕ. Επομένως, η Τουρκία δεν διαμορφώνει μόνο μία συμβατική στρατιωτική απειλή την οποία γνωρίζουμε για δεκαετίες, αλλά και μία ασύμμετρη απειλή κατά της Ελλάδας.

Η συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ για το μεταναστευτικό της 31 Αυγούστου 2019, δεν αντιμετώπισε το πρόβλημα ως ασύμμετρη απειλή, αλλά ως ένα τρέχον φαινόμενο.

Από τις χώρες της ΕΕ, η Ιταλία έχει εμπλέξει τις Ένοπλες Δυνάμεις της στο θέμα των μεταναστευτικών/προσφυγικών ροών, όχι μόνο με τρόπο υποστηρικτικό (γεγονός που ισχύει εν μέρει και στην Ελλάδα), αλλά και άμεσο.

Η έκρηξη των τεχνολογιών πληροφορικής, η οποία έχει θέσει σε κίνηση ένα πραγματικό παλιρροιακό κύμα αλλαγών, το οποίο επηρεάζει κοινωνίες και οργανισμούς σε διάφορα επίπεδα. Η αυξανόμενη σπουδαιότητα της πληροφορικής μπορεί να προκαλέσει μια στροφή από το παραδοσιακό «παράδειγμα» ασφαλείας και να οδηγήσει στον κυβερνοπόλεμο.

Μέχρι τώρα, η εθνική ασφάλεια επικεντρωνόταν σε απειλές εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας. Αν και τα παραδοσιακά τρωτά σημεία δεν θα πάψουν να υφίστανται, θα εμφανιστούν νέες ασύμμετρες αδυναμίες. Κάθε χώρα μπορεί να πέσει θύμα άμεσης και πιθανότατα «ανώνυμης» επίθεσης από ξένες χώρες, εγκληματικές οργανώσεις ή άλλους μη κρατικούς παράγοντες, ιδιαίτερα όσον προχωρά η μηχανοργάνωση σε διάφορους τομείς (π.χ. υπηρεσίες ασφαλείας, εθνική άμυνα, τράπεζες κ.λ.π.).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πιθανότητα η συμβατική τρομοκρατία και οι χαμηλής έντασης διαμάχες να ακολουθούνται και να συνδυάζονται από επιθέσεις μέσω δικτύων Η/Υ, που θα προκαλούν ζημιά κυρίως στην οικονομία, το εμπόριο, τις κυβερνητικές και στρατιωτικές πληροφορίες και στα συστήματα επικοινωνιών.

Είναι φανερό πλέον ότι ενώ αρκετές χώρες κερδίζουν υπερβολικά πλεονεκτήματα από τα προηγμένα πληροφοριακά και πολεμικά διοικητικά συστήματα, γίνονται ταυτόχρονα τρωτές στις διαδικτυακές επιθέσεις από τον εχθρό.

Το 2007 υπήρξε στην Ευρώπη το πρώτο επεισόδιο κυβερνοπολέμου μεταξύ κρατών, της Ρωσίας και της Εσθονίας. Στα πρώτα στάδια φάνηκε ως μία επίθεση Ρώσων χάκερς κατά εσθονικών ιστοχώρων.

Η πραγματικότητα ήταν λίγο πιο προχωρημένη. Αυτό που εκδηλώθηκε ήταν μια μορφή διακρατικού πολέμου του 21ου αιώνα – μια μορφή διακρατικού πολέμου χωρίς τα συμβατικά χαρακτηριστικά της μετωπικής σύγκρουσης αλλά με τις ιδιαιτερότητες ενός ανταρτοπόλεμου 4ης γενιάς μεταξύ εθνικών κρατών.

Ποια ήταν τα ειδικότερα στοιχεία αυτής της αντιπαράθεσης;

Ελεγχόμενοι οικονομικοί περιορισμοί – στην προκειμένη περίπτωση τερματισμοί της παροχής πετρελαίου.

Διακοπή των μεταφορών/επικοινωνιών – διακοπή των σιδηροδρομικών μεταφορών.

Κινητοποίηση της ρωσικής μειονότητας στην Εσθονία.

Αυθόρμητες(;) διαδηλώσεις στη Μόσχα μπροστά στην πρεσβεία της Εσθονίας.

Κυβερνοπόλεμος με κινητοποίηση ιδιωτικών και μη κυβερνητικών παραγόντων.

Η Εσθονία δεν είχε κατορθώσει να αντιδράσει με επιτυχία απέναντι στις εξελίξεις που την αιφνιδίασαν.

Υπό κανονικές –δηλαδή αναμενόμενες, άρα και προσχεδιασμένες– συνθήκες, μικρές χώρες όπως η Εσθονία, μπορούν να έχουν σημαντικά πλεονεκτήματα ασυμμετρίας ενάντια σε μεγαλύτερα και πιο πολυσύνθετα κράτη, όπως είναι η Ρωσία.

Όπως και στους συμβατικούς/μετωπικούς διακρατικούς πολέμους, έτσι και στους ασύμμετρους/αντάρτικους διακρατικούς πολέμους, πρωταρχική σημασία έχει η βούληση –πολιτική και κοινωνική– ενός κράτους να οργανωθεί για την αντιμετώπισή τους.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό σημαίνει επιμονή, αντοχή, δημιουργία υποδομής και ικανότητα κινητοποίησης πολλαπλών πηγών άμυνας και αντιποίνων. Αυτό δεν ίσχυσε στην περίπτωση της Εσθονίας. Και δεν ισχύει και για τη μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών της μαζικής καταναλωτικής κουλτούρας – της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, όπως είναι αυτονόητο.

Να σημειωθεί ότι στην περίπτωση της Εσθονίας, το ΝΑΤΟ βρέθηκε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Έχει σχεδιαστεί για να προστατεύει τα μέλη του από φυσικές/συμβατικές επιθέσεις και όχι από ασύμμετρες απειλές. Όταν η Εσθονία ζήτησε βοήθεια, το μόνο που έκανε ήταν να στείλει παρατηρητές στο Ταλίν για να καταγράψουν τις επιθέσεις.

Τότε αποδείχτηκε ότι οι άτυπες συμμαχίες μπορεί να είναι σε κάποιες περιπτώσεις περισσότερο χρήσιμες. Εταιρίες του διαδικτύου σε φιλικές χώρες όπως η Σουηδία αποδιοργάνωσαν πολλές από τις επιθέσεις πριν ακόμα φτάσουν στην Εσθονία.

Η Εσθονία, ένα από τα πιο «δικτυωμένα» κράτη της Ευρώπης, επιβίωσε με ικανοποιητικό τρόπο. Άλλες χώρες, όπως λένε οι ειδικοί του ΝΑΤΟ, θα πάθαιναν χειρότερες καταστροφές.

Oι περισσότερες χώρες είναι ικανοποιημένες μόνο με τη διαφύλαξη της πληροφορικής τους υποδομής, το οποίο είναι ένα ανεπαρκές μέτρο.

Μια άλλη επίθεση που αφορούσε την αποδιοργάνωση της ενεργειακής υποδομής της Γεωργίας και όχι μόνο, συνέβη το 2008. Ακολούθησε το 2010 η περίπτωση Stuxnet που κατευθύνθηκε από τις ΗΠΑ εναντίον του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, ενώ εικάζεται ότι η Τεχεράνη είναι υπεύθυνη για κυβερνοεπιθέσεις εναντίον των υποδομών της Σαουδικής Αραβίας, από το 2012 μέχρι σήμερα.

Τα τελευταία χρόνια, ο κυβερνοπόλεμος σε συνδυασμό με τη χρησιμοποίηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των μέσων μαζικής επικοινωνίας, των ψυχολογικών-παραπληροφορικών επιχειρήσεων και των μικρής κλίμακας συμβατικών επιχειρήσεων, αποτελούν την ουσία αυτού που ονομάστηκε υβριδικός πόλεμος, δηλαδή για αυτό που βίωσε η Ελλάδα το 2018 με την απαγωγή των Ελλήνων στρατιωτικών στον Έβρο.

Η άνοδος και χρησιμοποίηση του υβριδικού πολέμου δεν αντιπροσωπεύει το τέλος του παραδοσιακού ή συμβατικού πολέμου. Ωστόσο, προσδιορίζει έναν νέο παράγοντα που περιπλέκει τους αμυντικούς σχεδιαστές στον 21ο αιώνα.

Ο υβριδικός πόλεμος θολώνει τη διάκριση μεταξύ πολιτών και των στρατιωτών και ταυτόχρονα απαιτεί και επιτρέπει όλες τις δραστηριότητες που κρίνονται απαραίτητες για την επίτευξη επιτυχίας. Περιλαμβάνει τις στρατιωτικές δυνατότητες πλήρους φάσματος, συμπεριλαμβανομένων και τη χρήση οπλικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς, αλλά και Ειδικών Δυνάμεων.

Ο ρόλος των Ενόπλων Δυνάμεων στον υβριδικό πόλεμο είναι ποικίλος, και καλύπτει τα τακτικά έως τα στρατηγικά επίπεδα και ενδέχεται να περιλαμβάνει λειτουργίες αστυνόμευσης, παράλληλα με τις πιο παραδοσιακές στρατιωτικές αποστολές.

Ο υβριδικός πόλεμος χρησιμοποιείται και από μη-κρατικές οντότητες, αλλά και κράτη, που δεν πιστεύουν σε μια παγκόσμια τάξη η οποία βασίζεται σε κανόνες και έχει επιτύχει μέχρι σήμερα μια στρατηγική συμμετρία για τη Δύση. Οι υβριδικοί δρώντες πιστεύουν ότι έχουν τόσο την ευκαιρία όσο και την επιτακτική ανάγκη να πραγματοποιήσουν τις υβριδικές απειλές των και την πρόκληση αστάθειας/χάους στο κράτος-στόχο.

Οι δυνατότητες του υβριδικού πολέμου περιλαμβάνουν: τη μετακίνηση των συμβατικών δυνάμεων, τον εκφοβισμό ενός κράτους, την οικονομική και ενεργειακή πίεση, την επιβολή εχθρικής προπαγάνδας και παραπληροφόρησης, και κυρίως τη διαταραχή του κυβερνοχώρου και την αποσταθεροποίηση των κρατικών υποδομών. Η κινητοποίηση εθνικών ή θρησκευτικών μειονοτήτων, στο βαθμό που υπάρχουν, αποτελεί μία επιλογή που έχει ήδη δοκιμαστεί. Οι υβριδικές δυνατότητες χρησιμοποιούνται κάποιες φορές και ως μέσα διαμόρφωσης για τη δημιουργία συνθηκών για συμβατική στρατιωτική παρέμβαση.

Η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΩΝ ΑΣΥΜΜΕΤΡΩΝ ΑΠΕΙΛΩΝ

Η κατανόηση των ασύμμετρων –αλλά και των συμβατικών– απειλών σήμαινε ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις θα έπρεπε να οργανωθούν, για να είναι αποτελεσματικές στο διαμορφούμενο νέο περιβάλλον, με έναν διαφορετικό τρόπο. Δυστυχώς, στην πραγματικότητα αυτό δεν έγινε ποτέ – η Αμυντική Στρατηγική Αναθεώρηση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Οι λόγοι αποτυχίας αυτού του μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος –το οποίο μεταξύ άλλων προσπαθούσε να επιφέρει μια ισορροπία μεταξύ του ΝΑΤΟ-στρεφούς και του ελληνο-στρεφούς προσανατολισμού των Ενόπλων Δυνάμεων δίνοντας βάρος στον εσωτερικό παράγοντα– είναι πολλοί, με σημαντικότερους εξ αυτών τους εξής:

Πρώτον, η άμυνα επί κυβερνήσεων Σημίτη και Καραμανλή θεωρήθηκε δευτερεύων τομέας κυβερνητικής δραστηριότητας, η οποία θα έπρεπε να προσηλωθεί στην «καθημερινότητα του πολίτη».

Από τη στιγμή που η Ελλάδα μπήκε στη φάση της οικονομικής κρίσης, τη περίοδο από το 2010 και μετά, η άμυνα υποβαθμίστηκε ακόμα περισσότερο, όχι μόνο ως πολιτική προτεραιότητα, αλλά και μέσα από συνεχείς οικονομικές περικοπές που έπληξαν κυρίως το ανθρώπινο δυναμικό της.

Δεύτερον, οι στρατιωτικές ηγεσίες επέδειξαν περισσότερο γραφειοκρατική συμπεριφορά και δεν ανέδειξαν ηγέτες οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από μεταρρυθμιστική λογική. Οι ηγεσίες αποδείχτηκαν εχθρικές για τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις γιατί απειλούσαν, διά της προώθησης της διακλαδικότητας, να αμβλύνουν τις παραδοσιακές αντιθέσεις μεταξύ των κλάδων Στρατού Ξηράς, Ναυτικού, Αεροπορίας. Ακόμα και σήμερα, η διακλαδικότητα δεν είναι πλήρως αναπτυγμένη.

Τρίτον, οι ηγεσίες των κομμάτων της Αριστεράς αντιμετώπισαν με καχυποψία τις αλλαγές. Τις θεώρησαν νατοϊκής έμπνευσης και ότι δεν εξυπηρετούσαν τα εθνικά συμφέροντα τα οποία ταύτιζαν με την παραδοσιακή άμυνα επί των συνόρων. Παράλληλα, θεώρησαν ότι με τις αλλαγές της ΑΣΑ θα δίνονταν στις Ένοπλες Δυνάμεις δυνατότητες και αρμοδιότητες να επέμβουν στο εσωτερικό της χώρας και να αντιμετωπίσουν τον «εσωτερικό εχθρό», δηλαδή όσους εναντιώνονται στο σύστημα. Κινήθηκαν περισσότερο με τα στερεότυπα που δημιούργησε η απριλιανή δικτατορία, παρά με τις αναγκαιότητες που έχουν δημιουργηθεί από τις σύγχρονες εξελίξεις.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι αυτή τη στιγμή οι Ένοπλες Δυνάμεις έχουν περιορισμένες δυνατότητες να αντιμετωπίσουν κάποια σοβαρή ασύμμετρη απειλή. Δεν έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση, οργάνωση και εξοπλισμό. Εδώ θα πρέπει να προστεθεί και το θέμα της επάνδρωσης των μονάδων. Για τη λύση αυτών των προβλημάτων, στην ΑΣΑ είχε προβλεφθεί η εφεδρεία δύο επιπέδων, δηλαδή η κλασσική εφεδρεία και η εφεδρεία άμεσης ετοιμότητας. Παράλληλα, είχε ψηφιστεί και το νομοσχέδιο για την Παλλαϊκή Άμυνα.

Τίποτα από τα προηγούμενα δεν υλοποιήθηκε. Τον Αύγουστο 2019, το υπουργείο Εθνικής Άμυνας εξήγγειλε αλλαγές στην Εθνοφυλακή. Αν οι αλλαγές αυτές είναι επαρκείς για την αντιμετώπιση κάποιων ασύμμετρων απειλών, θα φανεί όταν ολοκληρωθούν, αφού πρώτα ξεπεράσουν το σκόπελο των αρνήσεων (ήδη υπάρχουν φωνές περί «εσωτερικού εχθρού», ακροδεξιών μηχανισμών κ.λ.π.) που έχουν ήδη εκδηλωθεί.

Το ερώτημα είναι αν μπορεί ο υπόλοιπος κρατικός μηχανισμός να αντιμετωπίσει τις ασύμμετρες απειλές. Η προφανής απάντηση είναι ότι μπορεί μέχρις ενός σημείου. Και στο σημείο αυτό μπορεί να φτάσει έχοντας και τη συνδρομή και των μέσων που διαθέτουν οι Ένοπλες Δυνάμεις. Ο κρατικός μηχανισμός για να αντιμετωπίσει ασύμμετρες απειλές χρειάζεται αναδιοργάνωση, πέρα από τις αλλαγές που είναι απαραίτητες για τη μείωση της γραφειοκρατίας και την εξυπηρέτηση των πολιτών. Χρειάζεται επίσης και νέες μορφές συντονισμού, κυρίως μέσα από την ενοποίηση των επιμέρους συστημάτων διαχείρισης κρίσεων που διαθέτει.

Η δημιουργία Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, στην οποιαδήποτε μορφή του, δεν είναι αρκετή για τους συντονισμούς που προαναφέρθηκαν. Συνήθως τέτοια όργανα καταλήγουν στο να είναι όργανα ανταλλαγής απόψεων και για όσους φιλοδοξούν να το υλοποιήσουν, τα βασικά ερωτήματα θα είναι το τι παραπάνω θα έχει από το ΚΥΣΕΑ και ποια θα είναι τα πρακτικά όργανα του. Στο σημείο αυτό φτάνουμε στην αναγκαιότητα δημιουργίας ενός Εθνικού Συστήματος Διαχείρισης Κρίσεων. Το οποίο θα ενοποιεί τα επιμέρους υπάρχοντα και θα αποτελεί σημαντικό εργαλείο στην αντιμετώπιση συμβατικών και ασύμμετρων απειλών.

ΟΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Η ΑΣΑ του 2001 δεν ολοκληρώθηκε μέχρι σήμερα. Με τις νέες συνθήκες το ζητούμενο δεν είναι η ολοκλήρωση της, αλλά η διαμόρφωση μίας νέας ΑΣΑ, αυτής του 2020.

Σε αυτή θα πρέπει να συμπεριληφθούν και οι νέες καταστάσεις που έχουν διαμορφωθεί στο χώρο των ασύμμετρων απειλών. Αυτών που το 2001 εμφανίζονταν ως δυνητικές και το 2019 είναι υπαρκτές, δηλαδή της εκβιαστικής μόχλευσης των προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών από τη πλευρά της Τουρκίας, της ενδεχόμενης ανεξέλεγκτης αύξησης αλλοδαπών πληθυσμών στη χώρα, καθώς και της χρήσης πλευρών υβριδικού πολέμου.

Οι πυρκαγιές του 2007 στην Ηλεία και του 2018 στο Μάτι, οδήγησαν τις κυβερνήσεις Καραμανλή και Τσίπρα να καταφύγουν στις ασύμμετρες απειλές ως ερμηνευτικό πλαίσιο τους. Ακόμη και να ήταν –που δεν ήταν– δεν τις απαλλάσσει από την ευθύνη ότι δεν έκαναν κάτι για την αντιμετώπισή τους. Όπως και το ότι δεν διέθεταν σοβαρούς μηχανισμούς διαχείρισης κρίσεων στη διάθεσή τους, που επίσης αποτελεί δική τους ευθύνη, όπως, εννοείται και όλων των ενδιάμεσων κυβερνήσεων.

Σε αντίθεση με τις συμβατικές απειλές, οι οποίες έχουν χρόνο ωρίμανσης, οι ασύμμετρες απειλές, μπορεί να είναι σε κάποιες περιπτώσεις περισσότερο απρόβλεπτες. Και αν για την αντιμετώπιση αυτού του black swan τα κράτη δεν διαθέτουν τους κατάλληλους μηχανισμούς, τότε οι συνέπειες στο εσωτερικό τους μπορεί να είναι και αυτές απρόβλεπτες.

Η Ελλάδα πρέπει να διεξάγει συνεχείς αυτό-αξιολογήσεις με σκοπό να κατανοήσει τις τρέχουσες ευπάθειές της, αναφορικά κυρίως με την άμυνα και την ασφάλεια της. Η Ελλάδα θα πρέπει να βελτιώσει τις τρέχουσες εκτιμήσεις περί απειλών, ώστε να κατανοήσει τις δυνατότητες των ασύμμετρων απειλών και του υβριδικού πολέμου που στοχεύουν στα τρωτά της σημεία (ή όχι).

Ο υβριδικός πόλεμος και οι ασύμμετρες απειλές παρουσιάζουν έναν τρόπο σύγκρουσης που πλέον προκαλούν έντονα την συμβατική στρατηγική σκέψη της Ελλάδας. Η τρέχουσα αυτή μορφή συγκρούσεων θα προκαλεί τον στρατηγικό σχεδιασμό του κράτους με σκοπό την αποτελεσματική αντιμετώπισή των και την εξασφάλιση των βασικών συμφερόντων του κράτους και του λαού κατά τις επόμενες δεκαετίες.

geoeurope.org

loading...

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

 
Top