0
Η χρόνια εγκατάλειψη του στόλου επιφανείας του Ναυτικού και των Mirage της Αεροπορίας, λόγω της οικονομικής κρίσης και της βελτίωσης των σχέσεων με την Τουρκία στη διάρκεια των δύο πρώτων κυβερνητικών θητειών του Erdoğan, μας έφερε αντιμέτωπους με τη σκληρή πραγματικότητα, όταν η Τουρκική κυβέρνηση από τον Φεβρουάριο του 2020 ξεκίνησε προκλητικές ενέργειες κατά της Ελλάδας που ολοένα και τις κλιμάκωνε. 

Του Κωνσταντίνου Λεντάκη

Όταν ο Ελληνικός και ο Τουρκικός στόλος βρέθηκαν αντιμέτωποι στο Αιγαίο αυτό το καλοκαίρι, η ετοιμότητα των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων ξεπέρασε κάθε προσδοκία, αλλά ο εξοπλισμός τους ήταν πολύ κατώτερος του αντίστοιχου Τουρκικού. Η κυβέρνηση με το έκτακτο εξοπλιστικό πρόγραμμα κινείται στη σωστή κατεύθυνση για να καλύψει τις ανάγκες των ΕΔ, αλλά η αγορά και ένταξη καινούργιου οπλισμού στις ΕΔ είναι μια χρονοβόρα και πολύπλοκη διαδικασία. Σε αυτό το άρθρο θα αξιολογηθούν οι νέες φρεγάτες και τα μαχητικά που έχει προαναγγείλει ότι θα αποκτήσει η Ελλάδα.

Η αρχική διαπραγμάτευση για την απόκτηση φρεγατών Belh@rra από τη Γαλλία για το Πολεμικό Ναυτικό εκτροχιάστηκε εντελώς. Δύο φρεγάτες εκτοπίσματος 4.000 τόνων δε νοείται να κοστίζουν 3,9 δισεκατομμύρια ευρώ ασχέτως του εξοπλισμού τους. Λιγότερο κοστίζουν 2 αντιτορπιλικά Arleigh Burke εκτοπίσματος άνω των 9.000 τόνων πλήρως εξοπλισμένα. Ένα αντιτορπιλικό Arleigh Burke έχει μεγαλύτερη δύναμη πυρός από ότι οι δύο φρεγάτες Belh@rra, ενώ διαθέτει πολύ πιο ισχυρό ραντάρ και αντιαεροπορικούς πυραύλους μεγαλύτερης εμβέλειας, καθότι σχεδιάστηκε για να παρέχει αντιβαλλιστική προστασία και να πλήττει δορυφόρους στο διάστημα. Εάν επιθυμεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη να ξοδέψει τόσο μεγάλα ποσά για καινούργια πλοία, θα μπορούσε να έρθει σε διακρατική συμφωνία με την Αμερικανική κυβέρνηση, η οποία θα ενθουσιαστεί, αφού εδώ και χρόνια αναζητεί τρόπους να αυξήσει τον Αμερικανικό στόλο επιφανείας στα 355 πλοία. Η πραγματικότητα για το ΠΝ σήμερα είναι πως λειτουργεί με πολεμικά πλοία τα οποία έπρεπε να είχαν αντικατασταθεί προ κρίσης.

Η κυβέρνηση οφείλει να ανανεώσει τον στόλο επιφανείας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι θα έπρεπε να ξοδέψει 4 δισεκατομμύρια μόνο για δύο φρεγάτες, επειδή οι προκάτοχοι της αμέλησαν το ναυτικό τα προηγούμενα χρόνια. Το ΠΝ καλείται να αρκεστεί στην απόκτηση 7 νέων κορβετών εκτοπίσματος 800 τόνων και στον εκσυγχρονισμό των φρεγατών ΜΕΚΟ 2000ΗΝ για την αντιμετώπιση των Τουρκικών προκλήσεων και στο καλύτερο σενάριο θα λάβει καινούργια πλοία μεγαλύτερου εκτοπίσματος από το 2025 και έπειτα. Η κατασκευή καινούργιων πλοίων είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία και κοστίζει εκατοντάδες εκατομμύρια. Παρόλο που ο στόλος επιφανείας έπρεπε να είχε ανανεωθεί επί κυβερνήσεως Κώστα Καραμανλή, αυτό δε σημαίνει ότι η σημερινή κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να κάνει βεβιασμένες κινήσεις στην ανανέωση του ΠΝ, γιατί πλέον ελλοχεύει ο κίνδυνος απώλειας των δικαιωμάτων της χώρας στο Αιγαίο και τη ΝΑ Μεσόγειο.

Όσον αφορά την απόκτηση Νέου Μαχητικού Αεροσκάφους, η κυβέρνηση φαίνεται να έχει επιλέξει το δικινητήριο Rafale, καθιστώντας την Ελλάδα την πρώτη δυτική χώρα που θα το εισάγει, γιατί μέχρι σήμερα μόνο χώρες του Τρίτου Κόσμου το έχουν επιλέξει για τις αεροπορίες τους. Επιπρόσθετα, η επιλογή των Rafale φέρνει στην επιφάνεια τα ίδια προβλήματα που υπήρχαν με τα Mirage. Τα Rafale δεν έχουν τίποτα κοινό σε οπλισμό, κινητήρες και ηλεκτρονικά συστήματα με τα F-16, είναι ωστόσο θετικό ότι μετά από 35 χρόνια χρήσης των Mirage, η ΠΑ ήδη διαθέτει εκατοντάδες Γαλλικά όπλα που μπορούν να αξιοποιηθούν από τα Rafale και οι πολίτες δε θα χρειαστεί να επιβαρυνθούν σημαντικά με την αγορά νέου οπλισμού. Το Rafale δυστυχώς ανήκει στην ίδια κατηγορία μαχητικού με το F-16V, καθώς έχει παρόμοια εμβέλεια και ταχύτητα. Παρα ταύτα διαθέτει το πλεονέκτημα ότι μεταφέρει περισσότερο οπλικό φορτίο και εν αντιθέσει με τα απαρχαιωμένα Mirage, μπορεί να διαμοιράζεται πληροφορίες με τα υπόλοιπα οπλικά συστήματα που χρησιμοποιούν το δίκτυο Link 16.

Στην παρούσα χρονική συγκυρία η κυβέρνηση επιθυμεί να αγοράσει άμεσα 12 μεταχειρισμένα Rafale της έκδοσης F3-04T και 6 καινούργια της τελευταίας έκδοσης F3-R, παρότι δεν υφίσταται άμεση ανάγκη, καθώς ο Τουρκικός στόλος μαχητικών είναι διαλυμένος από τις εκκαθαρίσεις του Erdoğan στις ένοπλες δυνάμεις και τις ελλείψεις σε ανταλλακτικά λόγω του εμπάργκο που ασκεί το Κονγκρέσο στις πωλήσεις οπλισμού προς την Τουρκία εδώ και δύο χρόνια. Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει με αυτή την παραγγελία είναι η δημιουργία πολυτυπίας, η οποία θα αυξήσει το κόστος και τις δυσκολίες της συντήρησης των Γαλλικών μαχητικών, συν το ότι θα χρειαστεί η αναβάθμιση των μεταχειρισμένων Rafale στην έκδοση F3-R των 6 καινούργιων μέσα στην ίδια δεκαετία. Παράλληλα, υπάρχει η φήμη ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να αναβαθμιστούν εξαρχής τα 12 μεταχειρισμένα Rafale στην ίδια έκδοση με τα 6 καινούργια για να αποφευχθεί η πολυτυπία μεταξύ τους, αλλά δυστυχώς η ίδια πηγή ισχυρίζεται ότι η ηγεσία της ΠΑ σκέφτεται να διατηρήσει σε υπηρεσία 18 από το σύνολο των Mirage 2000, κάτι που αν επαληθευτεί, σημαίνει ότι η ΠΑ θα διαθέτει τρεις διαφορετικούς τύπους μαχητικών με τις ίδιες δυνατότητες. Τουλάχιστον, η κυβέρνηση λύνει αυτό το πρόβλημα, που υπήρχε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στον στόλο των F-16, αναβαθμίζοντας 85 εξ αυτών στην έκδοση Block 70/72 και αποσύροντας τα υπόλοιπα.

Το κύριο όμως ζήτημα με την απόκτηση των Rafale είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαιωνίζει όλα τα προβλήματα που δημιούργησε για την εθνική άμυνα η απόκτηση των Mirage 2000 από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου το 1985 επέλεξε να αγνοήσει το αίτημα της ΠΑ για την απόκτηση 120 δικινητήριων F-18, που θα εξασφάλιζε αεροπορική υπεροχή και εναέρια υποστήριξη των χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων και κατευθύνθηκε στην αγορά δύο διαφορετικών μονοκινητήριων αεροσκαφών. Η «αγορά του αιώνα» περιλάμβανε 40 F-16 και 40 Mirage 2000, των οποίων το κόστος αγοράς έφτανε στο ίδιο ύψος με τα πιο ισχυρά 120 F-18 που είχε ζητήσει η ΠΑ. Αυτό συνέβη, γιατί ενέπιπτε στους κανόνες της οικονομίας κλίμακας, βάσει της οποίας μικρή ποσότητα των δύο τύπων αεροσκαφών αύξανε το κόστος των μονάδων τους.

Πέραν του υψηλού κόστους αγοράς του μικρού αριθμού Γαλλικών και Αμερικανικών αεροσκαφών, τα κόστη εξοπλισμού και συντήρησης επίσης εκτοξεύονταν, γιατί τα δύο αεροσκάφη δεν είχαν τίποτα κοινό σε οπλισμό, κινητήρες και ηλεκτρονικά συστήματα. Οι Ελληνικές κυβερνήσεις ως και σήμερα υποχρεώνονται να αγοράζουν διαφορετικό οπλισμό για τους δύο τύπους αεροσκαφών, ο οποίος εξαιτίας της οικονομίας κλίμακας κοστίζει πολύ περισσότερο σε σύγκριση με έναν μοναδικό τύπο μαχητικού. Για παράδειγμα, αν η κυβέρνηση αγόραζε 300 Αμερικανικούς πυραύλους μεγάλης εμβέλειας AIM-120C για τα F-18, αντί για 200 AIM-120C για τα F-16 και 100 Γαλλικούς Mica για τα Mirage, οι φορολογούμενοι θα επιβαρύνονταν πολύ λιγότερο. Επομένως, οι φορολογούμενοι επί δεκαετίες επιβαρύνονται με τα αυξημένα κόστη των όπλων για τα Γαλλικά και Αμερικανικά μαχητικά της ΠΑ.

Το πιο απίστευτο της υπόθεσης είναι, ότι τα δύο αυτά μαχητικά εκπλήρωναν ακριβώς τους ίδιους στόχους και είχαν παρόμοιες προδιαγραφές σε ταχύτητα, εμβέλεια, οπλικό φορτίο και αισθητήρες, ώστε ουδέποτε στην επιχειρησιακή τους ιστορία εκπλήρωνε το ένα κάποιο ρόλο στον οποίο αδυνατούσε το άλλο. Η «αγορά του αιώνα» κατέληξε να είναι η γκάφα του αιώνα με αυξημένο οικονομικό κόστος και υψηλό πολιτικό τίμημα, καθώς εξακολουθούν να τη χρυσοπληρώνουν οι Έλληνες πολίτες, ενώ παράλληλα απέδειξε στη γείτονα, ότι οι Ελληνικές κυβερνήσεις διακατέχονται από ερασιτεχνισμό στον αμυντικό σχεδιασμό.

Μιας και έγινε αναφορά στον ερασιτεχνισμό του αμυντικού σχεδιασμού, μόνο ως μνημειώδης μπορεί να χαρακτηριστεί η επίδειξή του κατ’ επανάληψη από τέσσερις κυβερνήσεις, που αντί να αποφάσιζαν το μέγεθος του αριθμού των F-16 που θα ήθελαν να έχει η ΠΑ σε ένα χρονικό εύρος 10-20 ετών, αγόραζαν από 30 με 50 η καθεμία για να καταλήξουν στον σημερινό αριθμό των 155 F-16. Ενώ η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου θα μπορούσε να φροντίσει για την απόκτηση 155 μαχητικών F-16, ή ενός αντίστοιχου αριθμού Mirage 2000 το 1985, δεν ενέκρινε την πρόταση της ΠΑ για 120 F-18 και επέλεξε έναν αλλόκοτο συνδυασμό μαχητικών, που καθόριζε μικρότερη δύναμη πυρός για τις Ένοπλες Δυνάμεις με μεγαλύτερο κόστος. Οι διάδοχοι του συνέχισαν στο ίδιο μήκος κύματος κάνοντας αγορές F-16 βάσει του τι θεωρούσαν ότι χρειάζεται η ΠΑ για να καλύψει τις ανάγκες της εθνικής άμυνας με γνώμονα τη διάρκεια της δικής τους θητείας και όχι σε βάθος χρόνου. Στο ίδιο σφάλμα δείχνει πως υποκύπτει και η τωρινή κυβέρνηση με την απόκτηση των 18 Rafale. Ο μικρός αριθμός των Rafale της κυβέρνησης Μητσοτάκη, μάλλον θα εξωθήσει τις επόμενες κυβερνήσεις στην αγορά και άλλων Rafale σε ξεχωριστές παραγγελίες, αυξάνοντας το κόστος του κάθε μαχητικού σε σχέση με μία μόνο παραγγελία, η οποία θα κάλυπτε τις ανάγκες της ΠΑ για μια δεκαετία.

Ομολογουμένως, αδικούνται οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, διότι εκείνη την εποχή οι περισσότερες Ελληνικές οικογένειες διέθεταν τουλάχιστον δύο αυτοκίνητα, ακόμη και αν δεν εργάζονταν ή δεν οδηγούσαν και οι δύο γονείς. Αυτή η σπάταλη νοοτροπία που είχε επικρατήσει στην κοινωνία, θα ήταν αδύνατο να μη διεισδύσει και στην εθνική άμυνα.

Παρά την κριτική που ασκεί ο γράφων για τα Γαλλικά μαχητικά, δεν μπορεί να κρύψει την ικανοποίηση του που η Ελλάδα απομακρύνεται από τα πανάκριβα F-35.  Το μοναδικό πλεονέκτημα των F-35 έναντι των αναβαθμισμένων F-16 είναι η αμφιλεγόμενη τεχνολογία Stealth, που τα βοηθάει να αποφεύγουν τον εντοπισμό από ραντάρ υψηλών συχνοτήτων. Αντιθέτως, υστερούν σε εμβέλεια, οπλικό φορτίο, επιχειρησιακή ετοιμότητα, δυνατότητα κλειστής αερομαχίας, έχουν εξωφρενικά υψηλό κόστος πτήσης ανά ώρα μεταξύ 35.000 και 45.000 δολαρίων και χρειάζονται τριπλάσιο χρόνο συντήρησης από τα υπόλοιπα μαχητικά για κάθε ώρα πτήσης. Εάν τα παραπάνω μειονεκτήματα δεν είναι αρκετά, τα F-35 διαθέτουν σκανδαλωδώς μικρή επιχειρησιακή ζωή μόλις 2.000 ωρών, πράγμα που σημαίνει ότι αν η Ελλάδα αποκτούσε το 2021 τα F-35 θα τα απέσυρε πριν από τα F-16 που απέκτησε η κυβέρνηση Σημίτη το 1999.

Η κυβέρνηση οφείλει να προχωρήσει άμεσα στον εκσυγχρονισμό των οπλικών συστημάτων των ΕΔ, στην ενσωμάτωση του δικτύου Link 16, ώστε να διαμοιράζονται πληροφορίες μεταξύ τους με σκοπό την υπεροχή στη συλλογή τους σε σχέση με τον αντίπαλο και στην απόκτηση της δυνατότητας εναέριου ανεφοδιασμού για την ΠΑ, με στόχο να τερματίσει την απότομη γήρανση του στόλου των μαχητικών από τις δεκάδες καθημερινές αναχαιτίσεις. Η αγορά καινούργιων οπλικών συστημάτων πρέπει να αποφασίζεται με κριτήριο την αξιοποίηση τους από τις ΕΔ σε βάθος χρόνου, αλλά να συνυπολογίζονται πέραν της αγοραστικής τους τιμής και τα επιχειρησιακά τους κόστη, τα κόστη συντήρησης και επισκευής τους.

Η σημερινή κυβέρνηση κληρονόμησε από τις προηγούμενες έναν απαρχαιωμένο στόλο επιφανείας και την πολυτυπία στα μαχητικά της ΠΑ. Όμως, αυτά τα προβλήματα δεν μπορούν να λυθούν δια μιας ξοδεύοντας δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το 2022. Κάθε μεταπολιτευτική κυβέρνηση υπέκυψε στο ίδιο σφάλμα ταυτίζοντας τη στρατηγική με εξοπλιστικά προγράμματα, ξοδεύοντας μεγάλα ποσά για την αντιμετώπιση της Τουρκικής επιθετικότητας στη διάρκεια της εκάστοτε κυβερνητικής θητείας, αντί να υπάρχει μια συνέχεια στον σχεδιασμό για την εθνική άμυνα από κυβέρνηση σε κυβέρνηση σε βάθος χρόνου. Αυτή η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει από μόνη της, αλλά μόνο αν η παρούσα κυβέρνηση συνειδητοποιήσει την ανάγκη να προχωρήσει στη δημιουργία Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας με απώτερο σκοπό την ανάπτυξη ενός αμυντικού οράματος που θα κληροδοτείται στην επόμενη εκάστοτε κυβέρνηση.

loading...

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

 
Top