0
Αν δεν την ήξερες, αν δεν είχες ιδέα ότι το όνομά της έχει γραφτεί με τεράστια γράμματα σε όλες σχεδόν τις μαρκίζες στη Σαλόνικα, ότι χτύπαγαν τατουάζ το όνομά της και μάσαγαν με το στόμα τα λουλούδια που είχε πατήσει στην πίστα, θα έλεγες ότι είναι μία από τις πιο σπάνιες και ποιοτικές ερμηνεύτριες που έχουν περάσει από τα μέρη μας. 


Γιατί το «Ένας ευαίσθητος ληστής» του Μάνου Χατζιδάκι και του Νίκου Γκάτσου που ερμήνευσε μοναδικά η Πάολα στην εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου, αυτή η δύσκολη και τρομερή εκτέλεση του Γιώργου Ρωμανού, στα χείλη της απέκτησε συναίσθημα και βάθος. Με μοναδικό κρεσέντο και τον απαραίτητα ζυγισμένο λυρισμό που απαιτεί ένα τέτοιο τραγούδι, η διάσημη λαϊκή αοιδός ανέδειξε με την ερμηνεία της την ψυχή που θα αναζητούσε ο σπουδαίος και αλησμόνητος συνθέτης. Ήταν άλλωστε ο ίδιος που είχε πει ότι «το αίσθημα ανθίζει στο ευτελές», μια φράση που επαναλαμβάνει συχνά πυκνά ο Πέτρος Τατσόπουλος όταν θέλει να υπερασπιστεί τις φωνές του περιθωρίου, τη λαϊκότητα, τη διαφορετική-στρεβλή ανάγνωση που μπορεί να είναι πιο αυθεντική απ’ ό,τι η πεποιημένη διανόηση που απεχθανόταν σφόδρα ο Χατζιδάκις. 


Η Πάολα -για τους φαν της «Παολάρα»-, το λαϊκό κορίτσι από τη Συκιά Χαλκιδικής, που βγήκε στα μαγαζιά στο τέλος της εφηβείας της και τώρα έχει γίνει το πρώτο όνομα στη νυχτερινή λίστα, ήταν η επίσημη προσκεκλημένη της εκπομπής του Σπύρου Παπαδόπουλου την παραμονή των Χριστουγέννων, όπου αυτή τη φορά αποφάσισε εκτός από ελάχιστα δικά της τραγούδια να τα «βάλει» με τους σπουδαίους συνθέτες και στιχουργούς. Τα αμέτρητα τατουάζ της, που μαρτυρούν μια υπόνοια ροκ εκρήξεων, εξαφανίστηκαν μπροστά στην αυθεντική ερμηνεία της -το ίδιο και τα ψεύτικα στήθη και τα κολλητά ρούχα-, στέλνοντας το μήνυμα στα παιδιά που πηγαίνουν στα talent shows ότι το τραγούδι δεν θέλει μόνο καλή φωνή αλλά και ψυχή. Δεν θέλει κορόνες ή καλό διάφραγμα, αλλά ανάσα μπροστά σε στίχους όπως «Και πού να ρίξω το μεγάλο μου καημό / όπου θ’ ανοίξει η γης, θ’ ανοίξει η γης / και θα ραΐσει το βουνό» - του Τάσου Λειβαδίτη από το «Μοιρολόι».

Σίγουρα το δάκρυ που έριξε η Πάολα ερμηνεύοντας μοναδικά το «Μοιρολόι» ήταν αληθινό -ποιος αλήθεια δακρύζει πλέον σε ένα προκάτ τηλεοπτικό γλέντι;-, καθώς τον χρόνο που μας πέρασε στερήθηκε ό,τι αγαπούσε περισσότερο: τον πατέρα της και έναν καλό της φίλο (τον Παντελή Παντελίδη). Κάνοντας ακόμα και τον Σπύρο Παπαδόπουλο να χτυπήσει γεμάτος ενθουσιασμό τα χέρια στο τραπέζι και ανεβάζοντας τους δείκτες της θεαματικότητάς του σε αδιανόητα ύψη, η Πάολα Φωκά έγινε η ενσάρκωση της ιδανικής τηλεοπτικής εμφάνισης την παραμονή των Χριστουγέννων. Σε μια εκπομπή όπου μέχρι πρότινος οι καλεσμένοι ένωναν αμήχανοι τα δάχτυλα και σήκωναν άδεια ποτήρια όλο βαριεστιμάρα κάθε φορά που τους έπαιρνε η κάμερα, η Πάολα έδωσε πνοή και αλήθεια. Η τηλεόραση όντως θέλει ψυχή και το τραγούδι αυθεντικότητα - και δεν είναι τυχαία η λέξη «αυθεντική» αυτή που χαρακτηρίζει την Πάολα περισσότερο από όλες. 

Οι επιθέσεις των τσάμπα κουλτουριάρηδων 

Όλα αυτά όμως δεν ήταν αρκετά για τους σαλονάτους κατασκόπους της διανόησης που απεχθάνονται μεν το λαϊκό τραγούδι, αλλά είναι πλήρως ενήμεροι για την ερμηνεία ή την εμφάνιση της Πάολας. Που δεν ανέχονται να «μολύνει» μια τραγουδίστρια της νύχτας το μικροαστικό ψυχαγωγικό γλέντι με χύμα κρασί και πλαστικά ενσταντανέ, τα οποία κανείς ξεχνάει αφότου κλείσει ο τηλεοπτικός δέκτης. Οι επιθέσεις κατά της Πάολας, η οποία τόλμησε να ερμηνεύσει Χατζιδάκι, ήταν μαζικές, εξωφρενικές και παράφορες, όπως εκείνες έναν χρόνο πριν, όταν ο Σάκης Ρουβάς είχε τολμήσει να ερμηνεύσει Μίκη Θεοδωράκη στην πλατεία της Νέας Σμύρνης ή παλαιότερα όταν η Καλομοίρα είχε βγει φρέσκια και χαρούμενη από την τούρτα γενεθλίων του Διονύση Σαββόπουλου. Η λίστα με τις κατ’ επιλογήν αστυνομεύσεις των κανόνων που θέτουν οι προασπιστές της πνευματικής καθαρότητας είναι ατελείωτη και πάντα καταλήγει στο ίδιο σημείο: σωπαίνουν και διαλύονται πάντα μπροστά στην αλήθεια που έχει το αντικείμενο του χλευασμού τους. 

Κανείς δεν κατάφερε, για παράδειγμα, να εκμηδενίσει τον Σάκη Ρουβά ή να κάνει την Πάολα λιγότερο αρεστή στον κόσμο που δεν ντρέπεται να παραδεχτεί ότι δεν μεγάλωσε με Μαρία Κάλλας και όπερα αλλά με Σωτηρία Μπέλλου και ρεμπέτικα. «Η αναβάπτιση της σκυλούς», «από πότε το σκυλάδικο έχει σχέση με τον Χατζιδάκι;» και «κάνατε τα Χριστούγεννα σκυλάδικο» ακούστηκαν από τους θιασώτες της κουλτούρας, δεξιά και αριστερά, και από όλα τα μήκη και τα πλάτη του συστήματος, καθώς και από διάφορους λαϊκούς ερμηνευτές, όπως ο Αγάθωνας Ιακωβίδης, ο οποίος μιλώντας στο EPSILON TV σημείωσε χαρακτηριστικά: «Σ’ αυτή τη χώρα όλοι νομίζουν ότι μπορούν να υποστηρίξουν τα πάντα. Τώρα έχει γίνει ένας αχταρμάς στην Ελλάδα και όλοι τα λένε όλα». 

Αλλά προφανώς αυτό το «όλοι τα λένε όλα» είναι που έφερε στα σαλόνια το ρεμπέτικο -μετά φυσικά από την περίφημη διάλεξη του Χατζιδάκι (γιατί μέχρι τότε το ρεμπέτικο θεωρούνταν υποκουλτούρα)- ή έκανε τον Γιώργο Νταλάρα να τολμήσει να ερμηνεύσει τραγούδια του τεκέ. «Ο Φλωρινιώτης τραγούδησε με την ίδια εσωτερικότητα που θα τραγουδούσε κι ένα τραγούδι της καταγωγής του, ένα τραγούδι του Πόντου», είχε πει προφητικά ο Χατζιδάκις στην αξέχαστη εκπομπή του στο Τρίτο Πρόγραμμα, όπου είχε τολμήσει όχι μόνο να φωνάξει τον Γιάννη Φλωρινιώτη, αλλά και να τον εκθειάσει στον αέρα στους σοκαρισμένους συντηρητικούς ακροατές του. Μάλιστα στο βιβλίο του «Γκαγκάριν», ο Πέτρος Τατσόπουλος εξηγεί ότι η πρώτη επίσκεψη του συνθέτη στο κέντρο όπου τραγουδούσε ο Φλωρινιώτης είχε γίνει γιατί στην μπάντα του συμμετείχε ο Βασίλης Λέκκας (!), ο οποίος μετά έγινε και κεντρικός ερμηνευτής του Χατζιδάκι. 

Η συγχωρεμένη Μαλβίνα Κάραλη είναι από εκείνες που έδεσαν αρμονικά τον Κούντερα, το «ήμουν στη γη βελόνι που πατάς και σε αγκυλώνει», με τις λαϊκές αοιδούς και τα «κακόφημα» στέκια. Είχε άλλωστε πάρει και η ίδια μικρόφωνο και είχε προσποιηθεί τη βασίλισσα της νύχτας ερμηνεύοντας τα απαγορευμένα άσματα - αυτά που οι υποτιθέμενοι διανοούμενοι τώρα αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας.

Σε μια χώρα όπου η λαϊκή ταυτότητα είναι συνώνυμο της σύγχρονης ιστορίας, η Πάολα Φωκά δεν θα μπορούσε να αποτελέσει την εξαίρεση παρά την κατεξοχήν επιβεβαίωσή της. Εκτός του ότι ανδρώθηκε στα λαϊκά προάστια της Θεσσαλονίκης και παρότι, όπως λέει η ίδια, μεγάλωσε στα πούπουλα, τίμησε το ψωμί που έβγαλε υπό σκληρές συνθήκες από τα μικράτα της. Μάλιστα έχει δώσει την καλύτερη απάντηση σε όλους όσοι αποκαλούν τα τραγούδια που ερμηνεύει και το είδος που υπηρετεί «σκυλάδικο»: «Δεν ντρέπονται να αποκαλούν το λαϊκό τραγούδι σκυλάδικο; Εχουν ακούσει τον Καζαντζίδη να γαβγίζει; Αν όχι, έχουν ακούσει εμένα να γαβγίζω;». Κάθε φορά επιστρέφει τα «γαβγίσματα» στους άλλους και επιμένει να μιλάει με αληθινές λέξεις, όπως «καρδιά μου», «αλήθεια μου», «ψυχή μου», θυμίζοντας ότι η καταγωγή της επιβάλλει να υποστηρίζει τους φτωχούς και ότι είναι «κομμούνι». Οχι ιμιτασιόν, αλλά καθαρόαιμο. Μάλιστα η τραγουδίστρια σε άλλη συνέντευξη είχε παραδεχτεί ότι «γουστάρει» -άλλη μια λέξη που χρησιμοποιεί πολύ- την Αλέκα Παπαρήγα, υιοθετώντας κατά γράμμα το σοσιαλιστικό παράδειγμα με το να μοιράζει μέρος του νυχτοκάματού της στα παιδιά που τη συνοδεύουν στα όργανα. Και ένα τέτοιο λαϊκό παιδί -για άλλους «σκυλού»- ξέρει να δίνει όπως πρέπει την απάντησή της: «Σαλιγκάρια, εσείς πού ζείτε, στο L.A.; Και εγώ ακούω Sepultura (σ.σ. όντως, είναι φουλ χεβιμεταλού), αλλά δεν μπορώ να τραγουδήσω τραγούδια τους γιατί είστε Ελληνες και θέλετε να χορέψετε με κλαρίνο. Μου το παίζουν ξαφνικά όλοι Μαντόνα. Αφού δεν είσαι η Μαντόνα. Δεν γεννήθηκες εκεί, δεν ξέρεις τη νοοτροπία αυτή, γιατί είσαι κακός μίμος;».
Λαϊκή φωνή, λαϊκή ψυχή

Γι’ αυτό και λίγο μετράει το αν κάποιοι θεώρησαν προσβολή την ερμηνεία της Πάολας ή αν έσπευσαν να τη διαπομπέψουν με διάφορες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επειδή τόλμησε να ερμηνεύσει το τραγούδι ενός συνθέτη που δεν είχε ποτέ πρόβλημα με τέτοιου είδους «πειράματα». Οσο όμως και αν οι έντεχνοι οπαδοί της προκάτ κουλτούρας ενοχλούνται από την παρουσία της, κάποιοι άλλοι προτιμάνε να νιώθουν τη λύπη, τη χαρά ή τον έρωτα ακούγοντας κάποιο από τα τραγούδια της και -γιατί όχι;- να σβήνουν μια παλιά αγάπη με το «Να μ’ αφήσεις ήσυχη θέλω». Το σίγουρο είναι ότι το κορίτσι με την μπάσα φωνή και τον γνήσιο σαλονικιό τσαμπουκά θα τους καταλάβει περισσότερο απ’ ό,τι οι απρόσωποι ερμηνευτές και χορωδοί. 

Ήταν εκείνη που αντί να μεγαλώσει με αθώα παιχνίδια ερμήνευε από την παιδική της ηλικία βαρβάτα άσματα στο μικρόφωνο και δεν βγήκε ποτέ με τις φίλες της για καφέ γιατί έπρεπε να προβάρει τραγούδια. Μην έχοντας την πολυτέλεια για πολλά νυχτογυρίσματα, ερωτεύτηκε τον μετρ στο μαγαζί όπου δούλευε -τον πρώτο της άντρα και πατέρα του παιδιού της, τον Φώτη- γιατί ήταν δουλευταράς, τίμιος και της έλεγε ότι την αγαπάει. «Η νύχτα είναι η ζωή μου. Ζω στο σκοτάδι στο φυσικό περιβάλλον», θα πει αργότερα, για να επιβεβαιώσει ότι νιώθει τους «συνένοχους» θαυμαστές της που έτρεχαν μαζικά στα κέντρα όπου τραγουδούσε ανακηρύσσοντάς την γρήγορα σε βασίλισσα της νύχτας. Παράλληλα, όμως, η Πάολα είχε και έναν άλλο εαυτό, πιο αλέγκρο, παιχνιδιάρικο και προσαρμοστικό στις αμέτρητες εμφανίσεις τις οποίες ενέπνευσαν οι καλοί της φίλοι. Στα χέρια του χορογράφου και σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Ρήγου έγινε η μοιραία ξανθιά Μέριλιν με τα κομψά κουστουμάκια που σκίζονταν γρήγορα για τις ανάγκες ενός βιντεοκλίπ ή ατμοσφαιρική μαινάδα και γκοθ ιέρεια στο «Πόσες φορές». 
Αλλά δεν είχε πρόβλημα να αλλάξει ή να στραπατσαριστεί με τον ίδιο τρόπο που παραδεχόταν ότι πολλές από τις προκλητικές τουαλέτες της μπορεί να μην είναι υπόδειγμα καλαισθησίας γιατί έτσι επέβαλλε ο κανόνας της νύχτας. 

Οπως είχε εκμυστηρευτεί στη συνάδελφο Ζωή Δημητρίου σε παλαιότερη συνέντευξή της στο «ΘΕΜΑ»: «Μακάρι να λένε για μένα ότι είμαι καλή τραγουδίστρια γιατί η ομορφιά φεύγει. Θα ήταν υποκριτικό να βγαίνω στην πίστα με τουαλέτες, να λανσάρω άλλη εικόνα από αυτή που είμαι. Ναι, είμαι σέξι και μερικές φορές έχω βγει σαν καραγκιόζης. Το λέω και μόνη μου όταν με βλέπω στις φωτογραφίες: “Καλέ σαν καρναβάλι ντύθηκα!”». Θέλει όντως πολύ τσαμπουκά, αυτοσαρκασμό και μαγκιά για να αυτοσαρκαστείς με αυτό τον τρόπο, κάτι που διαθέτει μια τραγουδίστρια που μιλάει με την ίδια αγάπη για τον λατρεμένο πατέρα της που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, τη γιαγιά της την Παγώνα, το παιδί της και τους έρωτές της, τους οποίους ποτέ δεν έκρυψε όπως άλλες. 

Σαρωτική, ειλικρινής και απόλυτα αληθινή, παραδέχεται στην ίδια συνέντευξη πως «ζούσα τα πάθη μου έντονα. Μου ’χει στείλει ο άνθρωπός μου 6.000 τριαντάφυλλα την ώρα που τραγουδάω. Είμαι γεμάτη από αγάπη από την οικογένειά μου και τους έρωτες. Δεν έψαχνα ποτέ τον δίμετρο γκόμενο με την κορμάρα. Θέλω κάποιον ευαίσθητο, δοτικό, φιλότιμο άντρα, με χιούμορ. Δεν μετράει καθόλου η εμφάνιση». Ολα αυτά δηλαδή που μετράει κάθε άνθρωπος που ξέρει ότι σημασία δεν έχουν οι τίτλοι, η εμφάνιση, διακρίσεις του τύπου «σκυλού» ή «διανοούμενη», αλλά η ψυχή. Και η Πάολα -εκτός από φωνή διαμάντι- φαίνεται να έχει ψυχή με το παραπάνω. 



Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

 
Top