Η Σόνια-Σοφία Στεφανίδου ήταν η πρωτότοκος κόρη τού γιατρού Φιλοποίμωνα Στεφανίδη και γεννήθηκε στη Οδησσό το 1907 και πέντε χρόνια αργότερα ακολούθησε την οικογένειά της στην Ελλάδα. Το 1927 διορίστηκε, ύστερα από επιτυχείς εξετάσεις στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας στο οποίο υπηρέτησε μέχρι το 1940.


Η Σόνια λίγους μήνες αργότερα και πριν την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου ζήτησε την εθελοντική εγγραφή της στην Ανωτέρα Διοίκηση Αντιαεροπορικής Άμυνας της χώρας, που επόπτευε και το Σχολείο Νοσοκόμας Παθητικής Αεράμυνας στο οποίο εκπαιδεύτηκε κανονικά και έλαβε το αντίστοιχο πτυχίο.

Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940), η Σόνια Στεφανίδου και ενώ ακόμα υπηρετούσε στο Υπουργείο Οικονομίας υπέβαλε αναφορά στο Υπουργείο και ζήτησε άδεια να καταταγεί στη Στρατιωτική υπηρεσία, αίτημα που έγινε δεκτό και στη συνέχεια με νέα αίτηση της στο Υπουργείο Στρατιωτικών γίνεται δεκτή, για να εκπαιδευτεί ως Εθελοντής Αδελφή Νοσοκόμος, στο Νοσοκομείο Ερυθρός Σταυρός, που ήταν τότε το 7ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Με ιδιόχειρη επιστολή της στον Υπουργό των Στρατιωτικών ζήτησε επίμονα να μετατεθεί το συντομότερο δυνατόν στη γραμμή του Μετώπου. Ήδη οι δυο γιατροί αδελφοί της Βλαδίμηρος και Κωνσταντίνος βρισκόταν εκεί και υπηρετούσαν ως Έφεδροι Ανθυπίατροι, ο δε πατέρας της ως επιστρατευμένος γιατρός στη Δράμα.

Στις 23 Μαρτίου 1941 τοποθετείται στο 1ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Εκεί διακρίνεται για την αυτοθυσία της με δοκιμασία μάλιστα τον αεροπορικό βομβαρδισμό των Ιταλών στο Νοσοκομείο και προτείνετε από τον Αρχίατρο Ιωάννη Πρίντζο στο Υπουργείο για την ηθική αμοιβή της το Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων.
Η συνθηκολόγηση μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών βρίσκει τη Σόνια συνοδό τραυματιών από το Αλβανικό Μέτωπο στην Γερμανοκρατούμενη Αθήνα. Και ενώ η Σόνια συνέχισε να υπηρετεί στη Διεύθυνση Αλιείας του Υπουργεί Οικονομίας με πληγωμένη την εθνική της υπερηφάνεια θα γράψει όλο πίκρα: «Η θέα του Αγκυλωτού Σταυρού επάνω στην Ακρόπολη θανατώνει την ψυχή μου».

Έτσι λοιπόν πήρε την μεγάλη απόφαση να διαφύγει στο εξωτερικό, στη Μέση Ανατολή, για να καταταχθεί στη συγκρότηση του Βασιλικού Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής (ΒΕΣΜΑ), εκεί όπου κατατασσόταν οι διαφυγόντες, κυρίως μέσω Τουρκίας. Αφού κατορθώνει να προμηθευτεί πλαστό δελτίο ταυτότητας από τους Ιταλούς παίρνει άδεια απουσίας από την Υπηρεσία της, ξεκινάει με άλλους 13 και φτάνει στο Πόρτο Ράφτη. Εκεί που ήταν έτοιμοι να αποπλεύσουν γίνονται αντιληπτοί από Ιταλική περίπολο και συλλαμβάνονται. Για καλή τους τύχη εμφανίζεται Γερμανική περίπολος και η Σόνια, που μιλάει άπταιστα την γαλλική και τη γερμανική γλώσσα, με θάρρος κατόρθωσε να πείσει τον Γερμανό αξιωματικό και να απαλλαγούν από τη σύλληψη. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα πήρε αυτή τη φορά άδεια για τη Σάμο «… για να αγοράσουν προμήθειες για τα σπίτια τους». 61 άνδρες και δύο γυναίκες έφτασαν στη Σάμο που ύστερα από αυστηρό έλεγχο σκορπίστηκαν στο νησί. 


Αφού συναντιέται με άλλους δύο αξιωματικούς μία γυναίκα και έξι παλληκάρια ανοίγουν πανιά για τις τουρκικές ακτές αλλά εκεί άντρες Τουρκικού φυλακίου τους υποχρεώνουν να γυρίσουν στη Σάμο όπου έπεσαν εκ νέου σε Ιταλό αξιωματικό, που τους διέταξε να εξαφανιστούν. Τελικά στις 14 Νοεμβρίου 1941 η Σόνια και άλλοι 32 πατριώτες αποβιβάζονται στην παραλία του Κουσάντασι όπου έτυχαν περιποίησης από την αρμόδια Επιτροπή Υποδοχής Προσφύγων (φυγάδων). Τα δυο επίσημα έγγραφα – το Δίπλωμα του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και η Βεβαίωση του διευθυντή του 1ου Στρατιωτικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων – βοήθησαν τη Σόνια Στεφανίδου στην μεγάλη και τολμηρή απόφασή της. Με άλλους φυγάδες φτάνει στις 15 Ιανουαρίου 1942 στην Κύπρο και στις 2 Φεβρουαρίου στο λιμάνι τής Χάιφα στην Παλαιστίνη. Από εκεί με αλλεπάλληλες προσπάθειες μέσω του Ελληνικού Προξενείου Ιεροσολύμων για να ενταχθεί στον ΒΕΣΜΑ γίνεται δεκτό το αίτημά της και στις 8 Μαρτίου φτάνει στο Κάιρο για να εκπληρώσει την επιθυμία της. 

Η προσφορά της στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και ιδιαίτερα στο Αλβανικό Μέτωπο είναι πλέον γνωστά στην ηγεσία του ΒΕΣΜΑ. Έτσι, την 1 Ιουνίου 1942 με διαταγή του Υπουργού Στρατιωτικών Παναγιώτη Κανελόπουλο διορίζεται ως Αδελφή Νοσοκόμος Α’ τάξεως στα Στρατιωτικά Νοσοκομεία Αλεξάνδρειας και Χεντέρας. Στο νοσοκομείο τής Χεντέρας ανέλαβε υπηρεσία ως Προϊσταμένη Αδελφή τού χειρουργικού τμήματος. Ανήσυχη όπως πάντα επισκέπτεται με άδεια στο Κάιρο τον Έλληνα Πρωθυπουργό Εμμανουήλ Τσουδερό και ζητά να καταταγεί, είναι ήδη 35 ετών, σε μονάδα Καταδρομών. Αποσπά για μια ακόμα φορά το θαυμασμό του Πρωθυπουργού και ύστερα από συνεννόηση με το Υπουργείο Εξωτερικών έγινε δεκτή στην Βρετανική Μυστική Υπηρεσία, για να εκπαιδευτεί στο Όρος Καρμάλ κοντά στη Χάιφα και από εκεί στο Κέντρο Εκπαίδευσης τής RAF στη Ναζαρέτ από όπου πήρε το πτυχίο τής αλεξιπτωτίστριας.

Έτσι απόκτησε το προνόμιο να είναι η πρώτη και μοναδική Ελληνίδα αλεξιπτωτίστρια σε όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Σόνια Στεφανίδου πτυχιούχος πλέον κατάσκοπος και αλεξιπτωτίστρια συμμετέχει σε επικίνδυνη αποστολή στην Δυτική Μακεδονία όπου αναπτύσσει πλούσια αντιστασιακή δραστηριότητα. Τον Δεκέμβριο του 1943 επιστρέφει στην Βεγγάζη και από εκεί στο Κάιρο, για να καταταγεί στο νεοσυσταθέν Εθελοντικό Στρατιωτικό Σώμα Ελληνίδων (ΕΣΣΕ) με τον αντίστοιχο βαθμό τού Ανθυπολοχαγού. Από εκεί, με εντολή του Πρωθυπουργού Εμμανουήλ Τσουδερού, φεύγει με μυστική αποστολή στην Κρήτη, για να συνεργαστεί με τον μεγάλο αρχηγό τής Εθνικής Αντίστασης Κρήτης Μανώλη Μπαντουβά.


Η Σόνια Στεφανίδου υπερήφανη για ότι πρόσφερε στον αγώνα κατά των κατακτητών επιστρέφει οριστικά στην ελεύθερη Ελλάδα στις 22 Οκτωβρίου 1944 κοντά στα αγαπημένα της πρόσωπα. Υπηρετεί και πάλι στο Δημόσιο από το 1945 έως το 1967 με σημαντικούς σταθμούς στα υπουργεία Εξωτερικών και Βιομηχανίας, ενώ παρέμεινε μέλος τού Ερυθρού Σταυρού και στην Φιλανθρωπική Οργάνωση «Η Φανέλα του Στρατιώτου».

Επέστρεψε, προς τιμή της, στην Αγγλική Πρεσβεία στην Αθήνα Βρετανικό Παράσημο διαμαρτυρόμενη για τα σοβαρά γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη το 1955. Στις 31 Δεκεμβρίου 1967, ύστερα από 40 και πλέον χρόνια συνεχούς υπηρεσίας στο Δημόσιο συνταξιοδοτήθηκε από το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας και στις 22 Αυγούστου του 1990 σε ηλικία 83 ετών άφησε τα ιερά χώματα της πατρίδας που λάτρεψε.

Η μεγάλη ηρωίδα Σόνια-Σοφία Στεφανίδου για την εν γένει δράση της στην περίοδο των πολεμικών επιχειρήσεων τιμήθηκε με τις παρακάτω Ηθικές Αμοιβές και Διακρίσεις.

Στρατιωτικά Πολεμικά Μετάλλια

- Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας 1086/1945 ΕΔΥΣ
- Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων 273/1945 ΕΔΥΣ

Στρατιωτικά Αναμνηστικά Μετάλλια

- Αναμνηστικό Μετάλλιο Πολέμου 1940/41
- Αναμνηστικό Μετάλλιο Πολέμου 1940/45
- Μετάλλιο Εθνικής Αντίστασης 1941/45

Εκκλησιαστικά Παράσημα

- Σταυρός του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου (του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας) Υπ. Αριθ. 1634/3 Αυγούστου 1945
- Μέλος του Τάγματος «ΑΦΑΝΩΝ ΗΡΩΩΝ» (του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων)

Πτέρυγες Αλεξιπτωτιστού

- Βρετανικές Επιχειρησιακές Πτέρυγες Αλεξιπτωτιστού (επί του στήθους) για εκτέλεση πολεμικού άλματος στην κατεχόμενη Ελλάδα (Δεκέμβριος 1943)

Μετάλλια Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού

- Μετάλλιο Υπηρεσιών Στρατού 1940/41 (20.10.1948)
- Μετάλλιο του ΕΕΣ μετά Χρυσής Δάφνης (15.06.1949)
- Αναμνηστικό Μετάλλιο Εκατονταετηρίδας ΕΕΣ (1978)

Μετάλλιο της «ΦΑΝΕΛΛΑΣ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΟΥ»

- «Χαλκούς Σταυρός» Δια τας εξαιρέτους προς το έργον τής Φανέλλας τού Στρατιώτου υπηρεσίας (1951)
Λοιπές Τιμητικές Διακρίσεις
- «Χρυσούν Μετάλλιον» του Ροταριανού Ομίλου (Αθηνών-Βορρά) ως «εργασθείσα με αφοσίωσιν και αγάπην δια το μεγαλείον τής Πατρίδος» (24.03.1991, απονομή μετά θάνατον)
- Τιμητικό Δίπλωμα για τις προσφερθείσες υπηρεσίες της προς την Πατρίδα από τη Λέσχη Καταδρομέων και Ιερολοχιτών (απονομή μετά θάνατον).

 
Top