Ήταν 9 Σεπτεμβρίου του 1992. Στην οδό Σωκράτους όπου στεγαζόταν το Εφετείο, έφταναν σταδιακά 13 πρώην εργαζόμενοι της Εταιρείας Αστικών Λεωφορείων (ΕΑΣ), προκειμένου να πάρουν αντίγραφα του ποινικού τους μητρώου από την Εισαγγελία.


Συγκέντρωναν δικαιολογητικά για να αποκτήσουν άδεια λειτουργίας λεωφορείου στη νέα εταιρεία που ίδρυσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αφού σε μία νύχτα είχε κλείσει την ΕΑΣ και απέλυσε περίπου 8.500 εργαζόμενους.

Σε κακή κατάσταση ένας από τους ΣΕΠίτες καλυμμένος με σεντόνι συνοδευόμενος από αστυνομικό 

Ο νέος αστικός φορέας λεγόταν Εταιρεία Συγκοινωνιακών Επιχειρήσεων (ΣΕΠ). “Οταν οι πρώην εργαζόμενοι πλησίασαν το Εφετείο, ξαφνικά περίπου 100 πρώην συνάδελφοί τους από την ΕΑΣ έπεσαν πάνω τους. Τους χτύπησαν, τους έβρισαν, τους έφτυσαν και τελικά τους  έγδυσαν, αφήνοντάς τους να τριγυρνούν χωρίς ούτε ένα ρούχο στην πλατεία Ομονοίας και τους γύρω δρόμους. Από τους περαστικούς. άλλοι γελούσαν και κορόιδευαν, κάποιοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί και μερικοί προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους «ξεβράκωτους» και χτυπημένους οδηγούς.

Οι ΣΕΠίτες ταπεινωμένοι έτρεχαν να κρυφτούν σε ξενοδοχεία γύρω από την Ομόνοια. Εκεί τους έδωσαν σεντόνια για να «καλυφτούν» και αργότερα έφτασε και η αστυνομία για να ηρεμήσει τα πνεύματα. Πέντε από τους ολόγυμνους πρώην οδηγούς μεταφέρθηκαν χτυπημένοι στον Ευαγγελισμό για τις πρώτες βοήθειες και όλοι έκαναν καταγγελίες για την επίθεση εναντίον τους που τη θεώρησαν ως αποτέλεσμα οργανωμένου σχεδίου. Παρά τις προσαγωγές που έγιναν στο Δ’ Αστυνομικό Τμήμα, κανένας δεν τιμωρήθηκε για τις επιθέσεις.

«Ένιωθα πως με σκοτώνουν, πως χανόμουν. Όλα γύρω μου είχαν σκοτεινιάσει, άκουγα μπερδεμένες φωνές και το μόνο που μπορούσα να ξεχωρίσω ήταν πως με έβριζαν. Όταν μέσα σε λίγα λεπτά με είχαν αφήσει χτυπημένο και γυμνό στην πλατεία Ομονοίας, ένιωθα τα βλέμματα του κόσμου πάνω μου και ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί», έλεγε την επόμενη ημέρα στον Τύπο ένας από τους πρώην ΣΕΠίτες.

Το ανελέητο ξύλο των ΜΑΤ στους απεργούς και οι «Σταμουλοκαλλάδες»

Από τις αρχές του 1992 η κυβέρνηση Μητσοτάκη προωθούσε την ιδιωτικοποίηση της ΕΑΣ. Το σχέδιο προέβλεπε μεταξύ άλλων το κλείσιμο της εταιρείας και την εκκαθάρισή της, την απόλυση περίπου 8 χιλιάδων υπαλλήλων, ρύθμιση των χρεών και δωρεάν παραχώρηση 1.700 λεωφορείων της ΕΑΣ. Προτεραιότητα στη χορήγηση αδειών είχαν οι οδηγοί που εργάζονταν ήδη στην επιχείρηση.
Ήταν «οι νοικοκυραίοι», όπως τους είχε χαρακτηρίσει ο τότε υπουργός Σωτήρης Κούβελας.
Η απόφαση όμως της κυβέρνησης έβγαλε στους δρόμους τους εργαζόμενους της εταιρείας, που άρχισαν απεργία διαρκείας.

Ο συνδικαλιστής Παναγιώτης Γλεντής κυκλώνεται από τα ΜΑΤ και συλλαμβάνεται. Όπως είπε,τον έδερναν ακόμη και μέσα στην κλούβα

Επικεφαλής ήταν ο πρόεδρος των εργαζομένων στα αστικά λεωφορεία Ανδρέας Κολλάς και ο γραμματέας του σωματείου Χρήστος Σταμούλος. Οι απεργοί χαρακτηρίστηκαν από την κυβέρνηση ως «Σταμουλοκολλάδες», εξαιτίας των δυναμικών τους κινητοποιήσεων και ορισμένων ακραίων αντιδράσεων όπως το ξεγύμνωμα στους ΣΕΠίτες. Στους δρόμους της Αθήνας επικρατούσε καθημερινά χάος, καθώς τα λεωφορεία ήταν ακινητοποιημένα στα αμαξοστάσια.

Οι απεργοί της ΕΑΣ κρύβονταν ακόμη και κάτω από τα λεωφορεία για να γλιτώσουν από τα ΜΑΤ

Το κέντρο μετατρέπονταν σε πεδίο μάχης από τα ΜΑΤ που εφορμούσαν για να διώξουν τους απεργούς, που δεν επέτρεπαν την κυκλοφορία των αστικών λεωφορείων, παρά την επιστράτευση. Σε κάθε προσπάθεια να κινηθούν επιταγμένα λεωφορεία της ΕΑΣ και ΡΕΟ με φαντάρους στις θέσεις των οδηγών, οι εργαζόμενοι έκαναν τα πάντα για να τα ακινητοποιήσουν, παρά το γεγονός ότι μερικά οχήματα τα συνόδευαν και αστυνομικοί.

Μερικές φορές, στέκονταν μαζικά μπροστά στα οχήματα ή ξάπλωναν μπροστά στις ρόδες των λεωφορείων. Τα ΜΑΤ όμως απαντούσαν με άφθονα δακρυγόνα, συλλήψεις, ανθρωποκυνηγητό και ανελέητο ξύλο. Όταν έπιαναν απεργούς τους χτυπούσαν ακόμη και μέσα στις κλούβες, όπως κατήγγειλαν οι συνδικαλιστές. Για να ξεφύγουν από τα γκλομπ οι εργαζόμενοι κρύβονταν σε καταστήματα, πολυκατοικίες, ακόμη και κάτω από οχήματα.

Την ίδια αντιμετώπιση είχαν συχνά και διάφοροι βουλευτές που προσπαθούσαν να απελευθερώσουν τους συλληφθέντες, όπως επίσης δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερ που κάλυπταν τα γεγονότα. Το σύνθημα που επικρατούσε από τους συνδικαλιστές ήταν «με ΜΑΤ και βία δεν βγαίνουν λεωφορεία» και «στείλτε τα ΜΑΤ να σβήνουν τις φωτιές και όχι να χτυπάνε τους διαδηλωτές».

Ήταν η εποχή που ο πρωθυπουργός είχε πει στους αστυνομικούς την περίφημη φράση:«Εσείς είστε το κράτος». Φράση που εκλήφθηκε ως σύνθημα για πολύ ξύλο, το οποίο όντως έπεφτε στις πολλές και καθημερινές διαδηλώσεις εκείνης της εποχής

Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων, πολλά λεωφορεία υπέστησαν φθορές από τους πρώην εργαζόμενους της ΕΑΣ, που είχαν κηρύξει ανοικτά τον πόλεμο στην κυβέρνηση. Δεν ευθύνονταν όμως μόνο αυτοί για τις ζημιές, καθώς πολλές φορές ανάμεσά τους κυκλοφορούσαν διάφοροι «καλοθελητές».

Η στιγμή που ο Ανδρέας Κολλάς παραδίδει τον μυστικό αστυνομικό στα ΜΑΤ για να γλιτώσει το λιντσάρισμα από τους απεργούς. Κάτω η υπηρεσιακή ταυτότητα που βρέθηκε πάνω του

Σε μια περίπτωση στις 25 Αυγούστου 1992 οι πρώην εργαζόμενοί αντελήφθησαν την παρουσία ενός ατόμου με ύποπτη συμπεριφορά. Όταν τον πλησίασαν και τον ακινητοποίησαν, τον έψαξαν και πάνω του βρήκαν την υπηρεσιακή του ταυτότητα.

Ο Δ.Α ήταν αστυνομικός «σε διατεταγμένη υπηρεσία λόγω κινδύνου επεισοδίων», όπως ανέφερε αργότερα η ΕΛ.ΑΣ. Με την παρέμβαση του προέδρου των εργαζομένου Ανδρέα Κολλά, ο αστυνομικός γλίτωσε την τελευταία στιγμή «από του χάρου τα δόντια». Αντίστοιχη δράση είχε και ο δασοπυροσβέστης του Δασαρχείου Πεντέλης Μ.Ν που κατηγορήθηκε ότι έσπαγε παρμπρίζ λεωφορείων με πέτρες, προσποιούμενος τον απεργό της ΕΑΣ.


Η απεργία των οδηγών της ΕΑΣ και οι καθημερινές συγκρούσεις με τα ΜΑΤ ήταν για πολλούς μήνες πρώτο θέμα στις εφημερίδες και τα δελτία ειδήσεων. Τελικά στις 23 Δεκέμβρη του 1993 και αφού η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχασε στις εκλογές από το ΠΑΣΟΚ, η ΕΑΣ επανακρατικοποιήθηκε και επαναλειτούργησε μετά από 18 μήνες συγκρούσεων, ενώ φυσικά οι ΣΕΠ, στις οποίες συμμετείχαν κυρίως δεξιοί συνδικαλιστές, διαλύθηκαν.

Ήταν μια πρωτοφανής κινητοποίηση εργαζόμενων που έμειναν στους δρόμους για περίπου ενάμιση χρόνο και δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα τους, ούτε κουράστηκαν από τον χρόνο και το τετελεσμένο, όπως περίμενε η τότε κυβέρνηση.

 
Top