Οι μύθοι, οι ιστορίες που μοιάζουν με X-Files, υπάρχουν ακόμα γύρω μας, ζουν ανάμεσα μας, σαν θραύσματα από πραγματικές ζωές, μέσα από τα λόγια μιας γιαγιάς ή ενός παππού που τα λέει ωραία.
Η παρακάτω ιστορία έχει ως πρωταγωνιστή έναν μοναχικό άνθρωπο που ζούσε κάποτε στον Πειραιά και η ίδια η μοναξιά του φαίνεται πως τον έκαψε. Κυριολεκτικά, μεταφορικά, όπως θέλετε πείτε το. Το ίδιο ισχύει και για την ανάγνωση της παρακάτω αφήγησης. Μοιάζει παραμυθένια και ταυτόχρονα, αφόρητα ρεαλιστική.
«Στην οδό Διστόμου, εκεί που κατηφορίζει για να καταλήξει στην Τζαβέλλα, είναι ένα σπίτι που τρομάζει τους περαστικούς. Πρόκειται για μια παλιά μονοκατοικία κρυμμένη πίσω από δυο ψηλές νεραντζιές, με φαγωμένους τοίχους και σφαλισμένα παράθυρα. Σαν κι αυτό το σπίτι υπάρχουν δεκάδες στον Πειραιά, αλλά μόνο εκείνο τραβάει την προσοχή του διαβάτη, όχι λόγω της όψης αλλά της μυρωδιάς.
Αν τύχει και περάσεις νύχτα από εκεί, μπουκώνει η μύτη σου από καπνό και από λιβάνι ενώ τα μάτια σου δακρύζουν – τόσο έντονη είναι η μυρωδιά. Κοιτάζεις τριγύρω να δεις από που μυρίζει καμένο αλλά μάταια αφού ούτε ψησταριά υπάρχει εκεί, ούτε καμιά γιαγιά να λιβανίζει από κοντινό μπαλκόνι. Καταλήγεις να κοιτάς το σπίτι που κρύβεται πίσω από τις νεραντζιές και η καρδιά σου βροντοχτυπά λες και σκόνταψες πάνω σε μνήμα αδικοχαμένου νεαρού.
Τέτοια αίσθηση σου αφήνει το σπίτι στη Διστόμου, πριν στρίψεις στο στενό της Ζέας, με τη μυρωδιά του κάρβουνου να σε συνοδεύει και τα μάτια να τσιμπλιάζουν από την ανίερη κάπνα.
Το σπίτι, αν και μοιάζει εγκαταλελειμμένο, δεν είναι. Μέσα στους τοίχους κατοικεί ακόμα ο ψηλός ίσκιος αυτού που κάποτε ήταν άνθρωπος. Παλιά τον ξέρανε στην γειτονιά με το όνομα του αλλά κανένας δεν του μίλαγε γιατί ήτανε σε όλους απεχθής. Έβριζε, βλαστήμαγε, έφτυνε στο δρόμο και χτύπαγε τα παιδιά που παίζανε απ’ έξω χαλώντας του τον μεσημεριανό ύπνο. Και πήραν χαρά κρυφή οι γείτονες όταν τον είδαν να λαμπαδιάζει ολόκληρος κάτω από το κατώφλι του σπιτιού του μια Ανάσταση που χάραξε το σταυρό με το κερί στην πόρτα.
Είπαν τότε πως ήταν ατύχημα, αλλά οι γείτονες απέδωσαν το συμβάν στη θεία δίκη, μιας και τον είχανε διώξει οι παπάδες από την Ευαγγελιστρια, στέλνοντας τον σε άλλη ενορία. Λέγανε ότι τον τιμώρησε ο Θεός που έτρωγε κρέας τη Μεγαλοβδομάδα και που άκουγε τραγούδια Μεγάλη Παρασκευή. Μα όταν είδαν ότι μετά τη φωτιά – που τον είχαν για πεθαμένο – συνέχισε να ζει, μαύρος και πελώριος σαν καρβουνιάρης, κατάλαβαν ότι ο άντρας αυτός είχε πουλήσει τη ψυχή του στο Διάβολο, με τον οποίο έπινε και κάπνιζε στην Φίλωνος, τότε που η Τρούμπα ήταν ακόμα στις μεγάλες της δόξες.
Και ήταν γνωστό, τον καιρό εκείνον, πως όποιος ήθελε να απαλλαγεί από χρέη και ανομίες, έπρεπε να εμπιστευτεί τον δαίμονα ανταλλάσσοντας την πίστη του Χριστού μαζί με το βαφτιστικό λάδι και το όνομα του, τελετουργικό που γίνεται το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου.
Έτσι σβήστηκε το όνομα του Πειραιώτη που τυλίχτηκε στις φλόγες μπροστά στα μάτια των κατοίκων της Διστόμου, όχι όμως και η παρουσία του. Συνέχισε να ζει στη γειτονιά και να τρομοκρατεί τους περίοικους τις νύχτες, αφού τη μέρα δεν μπορούσε να βγαίνει από το σπίτι γιατί τον ενοχλούσε το φως του ήλιου. Τους τρόμαζε όχι μόνο με την μαυριδερή του όψη, όμοια με τους Αράπηδες που έβοσκαν φλουριά στο Κερατσίνι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αλλά και με τις διατροφικές του συνήθειες. Διότι όποιος αναγεννιέται σαν κάποιος άλλος, δεν μπορεί πια να τρώει ανθρώπινο φαγητό κι αποζητά το κρέας στα αδέσποτα, στα ποντίκια και στα περιστέρια.
Τον παπά που φέρανε οι γείτονες για να διώξει το κακό από τη Διστόμου, ακόμα τον ψάχνουν. Το ίδιο και τον νεραιδάρη, έναν Ηπειρώτη που ήξερε να διώχνει στοιχειά και να κυνηγά βρικόλακες. Είχανε μπει και οι δυο στο σπίτι να ξορκίσουνε τον δαίμονα, ο ένας με το λόγο του Θεού και το λιβάνι, ο άλλος με σίδερο και αλάτι. Απέτυχαν και οι δυο ενώ ο παπάς δεν βρέθηκε ποτέ. Τον νεραιδάρη τον πέτυχαν μήνες αργότερα στα Ταμπούρια να χτυπάει το κεφάλι του με μανία στον τοίχο του νεκροταφείου πριν να χαθεί μια πάντα από τον Πειραιά χωρίς κανείς να μάθει πως.
Η μόνη που κατάφερε να κάνει κάτι ήταν η Μάγισσα του Βάβουλα, εκείνη η μονόφθαλμη γριά που είχε κλειδώσει τα στοιχειά της Λάκκας κάτω από τη γη κατά παραγγελία των Βαβουλαίων έναν αιώνα πιο πριν, τη χρονιά της φονικής πλημμύρας. Κανείς δεν ήξερε τη Διστόμου καλύτερα από εκείνη τη διαβολογυναίκα. Και δεν υπήρχε πνεύμα κακό ή καλό που να της ξέφευγε, αφού με την κενή της κόγχη έβλεπε αυτούς που μάτι ανθρώπινο δεν βλέπει.
Κατέβηκε αυτή από τη Γούβα, έριξε μες στο σπίτι ένα σακί φαντάσματα να κρατήσουν απασχολημένο τον δαίμονα, κι ύστερα του σφράγισε την πόρτα με μάγια και κλειδί διαβασμένο από εφτά γερόντισσες της Σαλαμίνας. Ύστερα πήγε να πάρει το αντάλλαγμα που της είχαν τάξει στη γειτονιά, ίσα για να δει ότι την είχαν ρίξει στη συμφωνία. Τότε έφυγε θιγμένη αφήνοντας τον δαίμονα κλεισμένο στο σπίτι και μια κατάρα για τους γείτονες. Έτσι αντί για τον δαίμονα, έφυγαν οι άνθρωποι από τη Διστόμου και πια δεν υπάρχει κανείς από αυτούς ή τα παιδιά τους εκεί να πει την ιστορία, παρά μόνο φοιτητές και ξένοι.
Μέχρι σήμερα το παλιό σπίτι κάτω στη Διστόμου κατοικείται από την μαύρη οντότητα που ήταν κάποτε άνθρωπος. Η πόρτα παραμένει κλειδωμένη και τα παράθυρα σφαλιστά. Οι νέοι γείτονες έχουν συνηθίσει τη μυρωδιά του καμένου και του λιβανιού παρόλο που οι διαβάτες αγριεύονται όταν περνούν τα βράδια από το δρόμο. Αν τύχει και περάσει κανείς αετομάτης από γενιά Περαματάρηδων και βέρων Πειραιωτών και ρίξει μια ματιά από τις χαραμάδες, μπορεί να δει τον πελώριο ίσκιο να κάθεται στο τραπέζι και να παίζει χαρτιά με τα οστά του παπά. Και αν δεν το βάλει στα πόδια από το φόβο του, ίσως και να τους ακούσει και τους δυο να βλαστημάνε μια το Θεό, μια το Διάολο και μια την Παναγία».
Το σπίτι
Περπάτησα στη Διστόμου, ένα δρόμο περίπου 850 μέτρα μακριά από το κέντρο του Πειραιά και έφτασα στο σημείο που αναφέρεται παραπάνω. Αυτό το σπίτι βρέθηκε μπροστά μου. Ένιωσα δέος, τρόμο, την αίσθηση πως σε αυτό το σπίτι κάποτε υπήρχε ζωή και τώρα υπάρχει μια σκιά, βαριά, που ρημάζει τα πάντα.
Ίσως τελικά, οι μύθοι όπως ο παραπάνω να χρησιμεύουν για να περιγράψουν αλληγορικά τη ζωή ενός πολύ δυστυχισμένου ανθρώπου.
loading...
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.