0
ΛΟΚ, ΟΥΚ, αλεξιπτωτιστές, αμφίβιοι καταδρομείς, πεζοναύτες.


Οι Έλληνες καταδρομείς έχαιραν και χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης μεταξύ των διαφορετικών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων, καθώς αποτελούνται από τους λίγους και επίλεκτους που, εάν και όταν χρειαστεί, θα αναλάβουν να φέρουν σε πέρας αποστολές που φαντάζουν αδύνατες. 

Γενικότερα μιλώντας, επίλεκτα σώματα υπάρχουν σε στρατούς από την αρχή της ιστορίας σχεδόν, ωστόσο οι Ειδικές Δυνάμεις, όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, προέκυψαν από τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά: Μονάδες όπως η SAS (Special Air Service), η LRDG (Long Range Desert Group), η SBS (Special Boat Service) κ.α. σφυρηλατήθηκαν στις φλόγες του πολέμου, ανοίγοντας τον δρόμο για τους σημερινούς καταδρομείς.

Στην περίπτωση των ελληνικών Ειδικών Δυνάμεων, ο πρόδρομός τους θεωρείται ο Ιερός Λόχος Μέσης Ανατολής: Το σώμα που ιδρύθηκε το 1942 στη Μέση Ανατολή συμμετείχε σε επιχειρήσεις των Συμμαχικών Δυνάμεων στη Βόρεια Αφρική και στη συνέχεια στα νησιά του Αιγαίου, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στην απελευθέρωσή τους. 

Ο πέμπτος κατά σειρά στην ελληνική ιστορία Ιερός Λόχος (είχαν προηγηθεί ο Ιερός Λόχος των Θηβών, ο Ιερός Λόχος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο Ιερός Λόχος Φοιτητών Κρητών και οι Ιεροί Λόχοι που οργανώθηκαν κατά την ανακήρυξη της αυτονομίας της Βόρειας Ηπείρου το 1914) κυριολεκτικά πολεμούσε μέχρι το τέλος του πολέμου και την οριστική παράδοση της Γερμανίας, πραγματοποιώντας καταδρομικές επιδρομές/ επιχειρήσεις εναντίον των γερμανικών φρουρών στα νησιά του Αιγαίου και δημιουργώντας μια παράδοση και έναν πυρήνα από τον οποίο- παρά την επίσημη διάλυσή του στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1945- προήλθαν οι «επίσημες» Ειδικές Δυνάμεις, δια χειρός του συνταγματάρχη (και μετέπειτα υποστράτηγου) Ανδρέα Καλλίνσκη- πρώην Ιερολοχίτη του ίδιου.

Από τη γένεσή του μέχρι το τέλος του, ο Ιερός Λόχος έγραψε τη δική του ιστορία στη Βόρεια Αφρική και το Αιγαίο- και αναπόσπαστο τμήμα της είναι η φιγούρα του διοικητή του, συνταγματάρχη Χριστόδουλου Τσιγάντε.

Ποιος ήταν ο Χριστόδουλος Τσιγάντες

Ο Χριστόδουλος Τσιγάντες (1897-1970) έχει χαρακτηριστεί ως «αντισυμβατική» φυσιογνωμία- κάτι που ταιριάζει απόλυτα με την όλη φιλοσοφία των Ειδικών Δυνάμεων, που εκ των πραγμάτων έχουν ως αντικείμενο τον ανορθόδοξο/ αντισυμβατικό πόλεμο. Αντιπροσωπευτική αυτού είναι η ζωή του: 

Ο Τσιγάντες γεννήθηκε στην Τούλτσα της Ρουμανίας το 1897 (πατέρας του ο Γεράσιμος Σβορώνος- Τσιγάντες από την Κεφαλλονιά, μητέρα του η Ευγενία Αντύπα και αδελφοί του ο Γιάννης και ο Γεώργιος Τσιγάντες). 

Η οικογένεια επέστρεψε στην Κεφαλλονιά στο τέλος της δεκαετίας του 1900 και ο Χριστόδουλος Τσιγάντες, μετά τον θάνατο του πατέρα του, εστάλη να σπουδάσει στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια μπήκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1914 και κατά τον Εθνικό Διχασμό βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, προσχωρώντας στην «Εθνική Άμυνα» και περνώντας στην παράταξη των Βενιζελικών.

Ο νεαρός ανθυπολοχαγός Τσιγάντες υπηρέτησε, μεταξύ άλλων, στο Μακεδονικό Μέτωπο κατά τον Α′ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμμετέχοντας, μεταξύ άλλων, στη μάχη του Σκρα Ντι Λέγκεν. Ο Τσιγάντες τραυματίστηκε σοβαρά δύο φορές και τιμήθηκε με μετάλλια- ωστόσο η δράση του δεν θα τελείωνε εκεί, καθώς επρόκειτο για μια εκ των πραγμάτων ταραγμένη περίοδο. 

Ως υπολοχαγός πλέον, συμμετείχε στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στη Μεσημβρινή Ρωσία, ενώ κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία συμμετείχε, λοχαγός πλέον, σε επιχειρήσεις σε σειρά πολεμικών επιχειρήσεων και πόστων- από σημεία του μετώπου μέχρι τη Φρουρά Σμύρνης. 

Από το Μικρασιατικό Μέτωπο απομακρύνθηκε μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου 1920, για να ξαναβρεθεί εκεί το 1921, συμμετέχοντας και πάλι ενεργά σε πολεμικές επιχειρήσεις, κατά τις οποίες τραυματίστηκε. Μετά το τέλος της ανάρρωσής του, έφυγε από την Ελλάδα και πήγε στη Ρουμανία, όπου και έμεινε περίπου έναν χρόνο, υπό άγνωστες συνθήκες. 

Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, και τοποθετήθηκε στο υπουργείο Στρατιωτικών και στη συνέχεια στη Στρατιά Έβρου.

Ως γλωσσομαθής, με ευρεία κατάρτιση και παιδεία, ο ταγματάρχης πλέον Τσιγάντες φοίτησε στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου της Γαλλίας, και η σταδιοδρομία του πλέον ανοιγόταν λαμπρή, και το 1934 είχε προαχθεί στον βαθμό του αντισυνταγματάρχη- ωστόσο τα δεδομένα στη συνέχεια άλλαξαν, καθώς συμμετείχε στο στρατιωτικό κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, με τελικό αποτέλεσμα την καθαίρεσή του από τις τάξεις του στρατού (υποβιβάστηκε σε στρατιώτη και αποτάχθηκε) και την καταδίκη του σε ισόβια- ωστόσο έλαβε χώρα και αποφυλακίστηκε μετά την παλινόρθωση του βασιλιά Γεωργίου Β’, ο οποίος έδωσε αμνηστία. 

Το 1936 του δόθηκε άδεια να εγκατασταθεί στο εξωτερικό, και το 1939 βρέθηκε στην Αίγυπτο, όπου, όταν η Γαλλία εισήλθε στον πόλεμο, ζήτησε από τον Γάλλο στρατηγό Ζωρζ να καταταγεί στον γαλλικό στρατό- αλλά στον πρόλαβε η παράδοση της Γαλλίας. 

Εν τέλει απευθύνθηκε στον Γάλλο στρατηγό Κατρού, πρώην ανώτατο διοικητή της Γαλλικής Ινδοκίνας, που είχε προσχωρήσει στους Ελεύθερους Γάλλους, και βρέθηκε στη Λεγεώνα των Ξένων με τον βαθμό του λοχαγού, ενώ στη συνέχεια αποσπάστηκε στο επιτελείο των Ελεύθερων Γαλλικών Δυνάμεων, με έδρα το Κάιρο, όπου παρέμεινε ως σύνδεσμος για ένα διάστημα. Ακολούθως βρέθηκε στο Σουδάν και στην Ερυθραία, συμμετέχοντας στην επιχειρήσεις κατά των Ιταλών. 

Μετά από αυτό, βρέθηκε στην Παλαιστίνη και συνέχισε να υπηρετεί στις δυνάμεις των Ελεύθερων Γάλλων σε διάφορες επιχειρήσεις, τιμώμενος μάλιστα για τη δράση του στην άμυνα του Μπιρ Χακέιμ.


Επιστροφή στον ελληνικό στρατό- Ιερός Λόχος


(Costa de Loberdo: Le Balaillon Sacre 1942-1945- Πηγή: Στρατιωτική Επιθεώρηση)

 Ο Χριστόδουλος Τσιγάντες επέστρεψε στον ελληνικό στρατό χάρη σε αμνηστία που δόθηκε από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, παίρνοντας τον βαθμό του συνταγματάρχη. 

Στο μεταξύ, ήταν ήδη σε εξέλιξη οι ζυμώσεις για την ίδρυση ενός μικρού στρατιωτικού τμήματος εθελοντών, με όνομα «Λόχος Επίλεκτων Αθανάτων», με προσωρινό διοικητή τον Επίλαρχο Αντώνιο Στεφανάκη και αρχική δύναμη 200 ανδρών. 

Τη διοίκηση στις 12 Σεπτεμβρίου 1942 ανέλαβε ο Τσιγάντες, υποσχόμενος να κρατήσει τη νέα μονάδα μακριά από την πολιτική- και μεταξύ των πρώτων ενεργειών του ήταν η μετονομασία του σε Ιερό Λόχο, η καθιέρωση εμβλήματος (Η ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ) και η αλλαγή της αρχικής αποστολής του, με τον Ιερό Λόχο να εξελίσσεται και κανονικά πλέον σε δύναμη καταδρομών, εκπαιδευόμενος σε συνεργασία με τους SAS και εξειδικευόμενος σε επιχειρήσεις στα μετόπισθεν των εχθρικών γραμμών.

Η δράση του Ιερού Λόχου άρχισε τον Νοέμβριο του 1942 και από την Κυρηναϊκή και στη συνέχεια ακολούθησαν επιχειρήσεις στην Τυνησία, με την επίλεκτη δύναμη να συμμετέχει σε σειρά μαχών και ενεργειών κατά των δυνάμεων του Άξονα. 

Εν συνεχεία ο Ιερός Λόχος επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου εκπαιδεύτηκε σε αλεξίπτωτα και αποβατικά μέσα: Το επόμενο πεδίο δράσης του ήταν το Αιγαίο. 

Στο πλαίσιο της ανεπιτυχούς, όπως εξελίχθηκε, βρετανικής επιχείρησης στα Δωδεκάνησα, οι Έλληνες καταδρομείς έπεσαν με αλεξίπτωτα και πραγματοποίησαν απόβαση στη Σάμο (Οκτώβριος- Νοέμβριος 1943, επιχείρηση στην οποία συμμετείχαν και ο ίδιος ο Τσιγάντες, σε ηλικία 46 ετών, και ο Ανδρέας Καλλίνσκης). 

Όταν δόθηκε εντολή εκκένωσης της Σάμου, μετά την ήττα των Συμμάχων στη Λέρο, ο Ιερός Λόχος πέρασε στην Τουρκία μαζί με 12.000 νησιώτες πρόσφυγες, 8.000 Ιταλούς στρατιωτικούς και 800 Έλληνες αντάρτες. 

Μετά ο Ιερός Λόχος βρέθηκε στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, για να επιστρέψει στο βόρειο Αιγαίο τον Φεβρουάριο του 1944, αναπτυσσόμενος στα νησιά του Αιγαίου και επιδιδόμενος μέχρι το τέλος σε καταδρομικές επιχειρήσεις εναντίον των γερμανικών φρουρών που βρίσκονταν στα νησιά, έχοντας αποκοπεί μετά την αποχώρηση των κύριων γερμανικών δυνάμεων. 

Ο Ιερός Λόχος – η δύναμη του οποίου είχε αυξηθεί πλέον σε σε 1.000 άνδρες- μέχρι το τέλος του πολέμου, τον Μάιο του 1945, πραγματοποίησε σειρά καταδρομικών επιχειρήσεων εναντίον των Γερμανών σε Σάμο, Ψαρά, Λέσβο, Ίο, Αμοργό, Πάρο, Χίο, Κάρπαθο, Κάλυμνο, Σύμη, Σαντορίνη, Κω, Μύκονο, Νάξο, Λήμνο, Μήλο, Νίσυρο, Τήλο, Τήνο και Ρόδο- σε αρκετές περιπτώσεις ήταν η δύναμη που απελευθέρωσε τα ελληνικά νησιά από τους Γερμανούς.

Η δράση του Ιερού Λόχου παρουσιάζεται εκτενώς στο ντοκιμαντέρ «Ιερός Λόχος: Ιστορία ενός Θρύλου».


Μετά τον Β′ Παγκόσμιο Πόλεμο


(Φωτ. Οικογενειακό Αρχείο της κ. Ευγενίας Τσιγάντε-Ολυμπίου- Πηγή: Στρατιωτική Επιθεώρηση)

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, ο Τσιγάντες, ο οποίος τιμήθηκε με σειρά παρασήμων, ελληνικών και συμμαχικών,  διετέλεσε στρατιωτικός διοικητής Αρχιπελάγους και αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Δωδεκανήσων. 

Αποστρατεύθηκε το 1948, κατόπιν αιτήματός του, με τον βαθμό του αντιστρατήγου. Στη συνέχεια εργάστηκε ως πολιτικός σχολιαστής στις εφημερίδες «Εθνος», «Ελευθερία» και «Τα Νέα», ασχολήθηκε με την πολιτική, (ήταν υποψήφιος χωρίς επιτυχία με το Κόμμα των Φιλελευθέρων το 1950, το 1956 και το 1956) ενώ διετέλεσε γενικός διευθυντής της Ελληνικής Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) κατά το διάστημα 1950-1953 και δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων. 

Δεν αποδέχτηκε το καθεστώς της 21ης Απριλίου (ο ίδιος άλλωστε ήταν γνωστός από παλιά για τις δημοκρατικές/ βενιζελικές του πεποιθήσεις), ωστόσο παρέμεινε στην Ελλάδα. 

Αρρώστησε το 1970 (σε ηλικία 73 πλέον ετών) και πήγε στην Αγγλία για να νοσηλευτεί σε κλινική. Πέθανε στο Λονδίνο, στις 12 Οκτωβρίου 1970 , και η σορός του αποτεφρώθηκε μία ημέρα αργότερα. 

Ωστόσο, βάσει επιθυμίας του- όπως είπε ο φίλος του, λόρδος Τζορτζ Τζέλικο, που ήταν μαζί του ως το τέλος του- η τέφρα του μεταφέρθηκε στην Αθήνα μετά την πτώση του καθεστώτος των Συνταγματαρχών. 

Οι στάχτες του στρατηγού Τσιγάντε, μετά από επίσημες τελετές στην Αγγλία, μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1977, με μια στάση στο Παρίσι (καθώς οι Γάλλοι θεωρούσαν τον Τσιγάντε και δικό τους αξιωματικό) και εναποτέθηκαν στο Α΄Νεκροταφείο Αθηνών στις 14 Σεπτεμβρίου, με στρατιωτικές τιμές, παρουσία της οικογένειας, της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, του υπουργού Άμυνας, Ευάγγελου Αβέρωφ, αντιπροσωπειών από τις Ειδικές Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας, Ιερολοχιτών, βετεράνων της μάχης του Ρίμινι και άλλων φίλων και συναδέλφων του.

ΠΗΓΗ
loading...

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

 
Top