0
Οι απειλές κατά της ασφάλειας ενός κράτους εξελίσσονται διαρκώς μέσα στο χρόνο, αφού επηρεάζονται πλέον από μια σειρά σύνθετων παραγόντων. 



Η παγκόσμια ασφάλεια έχει μειωθεί και οι πιθανότητες ένοπλων περιφερειακών συγκρούσεων έχουν αυξηθεί σημαντικά, ενώ η τεχνολογική πρόοδος έχει καταστήσει την αεροπορική ισχύ σημείο αναφοράς τόσο σε επίπεδο αναχαίτισης, όσο και σε επίπεδο κρούσης. 

Στο πλαίσιο αυτό, οι αεροπορικές επιχειρήσεις θεωρούνται ως ο πλέον ευέλικτος και ενδεδειγμένος τρόπος για την εκτέλεση αμυντικών ή επιθετικών επιχειρήσεων. Και τούτο διότι τα διαθέσιμα αεροπορικά μέσα είναι πολλά και ικανά να εκτελέσουν ολόκληρο σχεδόν το φάσμα των στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Η εξέλιξη των αεροπορικών επιχειρήσεων από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι τις μέρες μας δείχνει ότι το αεροσκάφος εξαπολύει την επίθεσή του όλο και μακρύτερα από τον στόχο, γεγονός που αποτελεί απόρροια της αύξησης του βεληνεκούς των βλημάτων προσβολής και της βελτίωσης της ακρίβειας προσβολής από μεγάλες αποστάσεις. 

Κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ, ο βομβαρδισμός εκτελούνταν από στρατηγικά αεροσκάφη με τη χρήση βομβών ελεύθερης πτώσης. Ομοίως, τα τακτικά μαχητικά εκτελούσαν αποστολές βομβαρδισμού με τη μέθοδο της κάθετης εφόρμησης. 

Στις δεκαετίες όμως του 1970 και του 1980, η ανάπτυξη των βλημάτων τεχνολογίας cruise επέτρεψε στα μαχητικά αεροσκάφη να πλήττουν τους στόχους από μεγαλύτερες αποστάσεις, αλλά ο βομβαρδισμός περιοχών με τη μαζική ρίψη βομβών ελεύθερης πτώσης δεν εγκαταλείφθηκε, αλλά περιορίστηκε λόγω της ανάπτυξης αντιαεροπορικών συστημάτων κατευθυνόμενων βλημάτων. 

Στη δεκαετία του 1990, η μέθοδος αυτή εγκαταλείφθηκε, καθώς αναπτύχθηκαν οι συλλογές τροποποίησης των βομβών ελεύθερης πτώσης σε βλήματα προσβολής ακριβείας (για παράδειγμα οι συλλογές JDAM), ενώ και η τεχνολογία των βλημάτων τεχνολογίας cruise βελτιώθηκε σημαντικά. 

Η επιτυχημένη ανάλυση της αεροπορικής απειλής προϋποθέτει γνώσεις και πληροφορίες για τα εξής δύο ζητήματα: (α) Τον ακριβή τύπο, το βεληνεκές και τα πτητικά χαρακτηριστικά των όπλων αέρος-εδάφους και (β) την τακτική που θα χρησιμοποιήσει το εχθρικό αεροσκάφος πριν την εξαπόλυση της επίθεσης. 

Το 1980 το 85% των επιθετικών δυνατοτήτων μιας στρατιωτικής μηχανής το αποτελούσαν τακτικά αεροσκάφη και επιθετικά ελικόπτερα, ενώ το υπόλοιπο 15% το αποτελούσαν τακτικά βλήματα εδάφους-εδάφους και βαλλιστικά βλήματα. 

Το 2000 τα ποσοστά είχαν διαμορφωθεί στο 62% και 38% αντίστοιχα, με την εισαγωγή των μη επανδρωμένων εναέριων οχημάτων και τη διεύρυνση της χρήσης τακτικών πυραυλικών συστημάτων εδάφους-εδάφους ή επιφανείας-εδάφους. Το 2020 τα ποσοστά αναμένεται να διαμορφωθούν στο 38% και 62% αντίστοιχα.


Η αναγκαιότητα για ένα αποτελεσματικό δίκτυο αντιαεροπορικής άμυνας είναι δεδομένη όταν η αεροπορική απειλή είναι ορατή και σημαντική. Η ικανότητα ενός έθνους να προβάλει την ισχύ του μέσα σε ελάχιστο χρόνο είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ικανότητά του να ενεργοποιεί το δίκτυο αντιαεροπορικής άμυνας που διαθέτει στον ίδιο ελάχιστο χρόνο. 

Αυτή η αντίληψη βασίζεται στη θεωρία της ισορροπίας μεταξύ της ενεργητικής και της παθητικής άμυνας. Δηλαδή μια χώρα δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στα μαχητικά αεροσκάφη (ενεργητική άμυνα) ή μόνο στα αντιαεροπορικά συστήματα (παθητική άμυνα). Ο συνδυασμός των δύο είναι αυτός που προσφέρει το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα (εξασφάλιση του εθνικού εναερίου χώρου, επιθέσεις κορεσμού κ.ά.). 

Για παράδειγμα, είναι διαφορετικό ένας Τούρκος πιλότος να γνωρίζει ότι μεταξύ αυτού και του στόχου μεσολαβεί ένα μόνο μαχητικό της ΠΑ και διαφορετικό να γνωρίζει ότι μεταξύ αυτού και του στόχου μεσολαβεί ένα μαχητικό αεροσκάφος και αριθμός αντιαεροπορικών συστημάτων με κλιμακωτό βεληνεκές. 

Η ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει προσδώσει στα σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη την ικανότητα προσβολών χειρουργικής ακριβείας με ένα μόνο βλήμα και από μεγάλη απόσταση. Με άλλα λόγια, κάθε μαχητικό πλέον μπορεί, τουλάχιστον θεωρητικά, να καταστρέψει τόσους στόχους, όσα και τα βλήματα που μεταφέρει.

Η αντιαεροπορική προστασία ενός κράτους απαιτεί μια ολοκληρωμένη και διακλαδική προσέγγιση, αφού τα διαθέσιμα εναέρια και επίγεια μέσα θα πρέπει να ενοποιηθούν πλήρως και με αρμονικό τρόπο, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα δίκτυο μηδενικής προσπέλασης. Τα μέσα αυτά είναι τα αεροσκάφη, τα επίγεια αντιαεροπορικά συστήματα και ένα ενοποιημένο σύστημα διοίκησης και ελέγχου.

Από τις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν το αεροπλάνο άρχισε να χρησιμοποιείται για στρατιωτικούς σκοπούς, άρχισε να αναπτύσσεται και η ιδέα της αντιαεροπορικής άμυνας. Μέχρι τη δεκαετία του 1940, το δίκτυο αντιαεροπορικής άμυνας στηριζόταν σε πυροβόλα διαμετρήματος από 20mm έως 90mm, εκτός βέβαια από τα αεροσκάφη αναχαίτισης. 

Ορισμένα κράτη ενίσχυσαν τα πυροβόλα αυτά με υποτυπώδη ηλεκτροπτικά σκοπευτικά και ραντάρ έρευνας. Η επανάσταση στον τομέα των αντιαεροπορικών συστημάτων πραγματοποιήθηκε μετά το τέλος του Β’ ΠΠ. Έτσι σήμερα, εκτός από τα συμβατικά πυροβόλα, υπάρχουν και συστήματα κατευθυνόμενων βλημάτων πολύ μικρού, μικρού, μέσου και μεγάλου βεληνεκούς. 

Η ύπαρξη ενός τόσο πυκνού δικτύου συνεπάγεται και μεγάλες απώλειες για τα αεροσκάφη και τα ελικόπτερα. Παράλληλα με την εξέλιξη των κατευθυνόμενων βλημάτων, σημαντικές προσπάθειες έχουν γίνει και για τη βελτίωση της απόδοσης των αντιαεροπορικών πυροβόλων. Στον τομέα των καννών αναπτύχθηκαν νέες κάννες με ταχυβολία 1.000 φυσιγγίων το λεπτό και με ταχύτητα πλεύσης του φυσιγγίου μεταξύ των 1.050-1.400 μέτρων το δευτερόλεπτο. 

Στόχος είναι η εκτόξευση προς τον στόχο ενέργειας ικανής ώστε αυτός να καταστραφεί. Στον τομέα των πυρομαχικών, η σημαντικότερη εξέλιξη αφορά στην ανάπτυξη του εξελιγμένου πυρομαχικού AHEAD (Advanced Hit Efficiency And Destruction) από τη Rheinmetall. Κάθε φυσίγγιο AHEAD φέρει 152 υποπυρομαχικά τα οποία εκτοξεύει 10-40 μέτρα μπροστά από το επερχόμενο βλήμα. Τα υποπυρομαχικά έχουν το σχήμα του κυλίνδρου και ζυγίζουν 3,3 γραμμάρια έκαστο. 

Κατά τη διάρκεια της εκτόξευσης κινούνται με ταχύτητα 1.2000 μέτρων το δευτερόλεπτο. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα περισσότερα ζωτικά συστήματα του επερχόμενου βλήματος καταστρέφονται και έτσι η απειλή εξουδετερώνεται. 

Πάντως, η αντίληψη αυτή προϋπήρχε από τη δεκαετία του 1960. Μάλιστα, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, τα πρώτα συστήματα αυτής της φιλοσοφίας ήταν γεγονός. Ήταν το αμερικανικό Vulcan/Chaparral και το γερμανικό Gepard/Roland. 

Ωστόσο, τα συστήματα αυτά συνδύαζαν δύο διαφορετικά συστήματα. Σήμερα η τάση είναι η ενσωμάτωση των κατευθυνόμενων βλημάτων και των πυροβόλων σε μια πλατφόρμα με κοινό σύστημα ελέγχου πυρός. Με αυτόν τον τρόπο, το ενιαίο σύστημα εκτελεί ολόκληρο το φάσμα της διαδικασίας αναχαίτισης στον ελάχιστο δυνατό χρόνο.


Για να επανέλθουμε στο πρόβλημα της προσβολής στόχων με μικρή RCS (Radar Cross Section), δηλαδή μικρότερη των 0,05 τετραγωνικών μέτρων (τέτοια διατομή παρουσιάζουν τα βλήματα AGM-65 Maverick), μια ελκυστική λύση αποτελεί η χρήση ραντάρ παλμικού Doppler δύο διαστάσεων, το οποίο να λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων Χ. Με αυτή τη συνθήκη είναι δυνατή η ανίχνευση στόχου με μικρή RCS στα 10 χιλιόμετρα. Βέβαια, υπάρχει και η λύση των τρισδιάστατων ραντάρ, τα οποία επιτυγχάνουν ταχύτερη ανίχνευση του στόχου, αλλά το οικονομικό κόστος είναι μεγαλύτερο. Μια άλλη εναλλακτική λύση είναι οι ηλεκτροπτικοί αισθητήρες, όπως για παράδειγμα τα συστήματα FLIR.

Το αντιαεροπορικό δίκτυο είναι ευάλωτο στον αιφνιδιασμό, στις επιθέσεις κορεσμού αλλά, πάνω απ’ όλα, στις επιθέσεις ηλεκτρονικών παρεμβολών. Υπό αυτό το πρίσμα, ένα σύγχρονο δίκτυο αντιαεροπορικής άμυνας θα πρέπει να διαθέτει ικανότητες εμπλοκής στόχων κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, ημέρα και νύχτα, να είναι ανθεκτικό στα ηλεκτρονικά αντίμετρα, να εξασφαλίζεται η διαρκής επιχειρησιακή του λειτουργία, να είναι σε θέση να αντιδρά και να βάλει ταχύτατα, να μπορεί να διασυνδεθεί με άλλα αντιαεροπορικά συστήματα ή σταθμούς ραντάρ, να διαθέτει ικανότητες τακτικής κινητικότητας, να μπορεί να εμπλέκει πολλαπλούς στόχους ταυτόχρονα και να έχει υψηλό βαθμό φονικότητας.

Η εμπειρία δείχνει ότι απέναντι σε βλήματα με χαμηλή διατομή ραντάρ ή απέναντι σε μη επανδρωμένα συστήματα, τα αντιαεροπορικά όπλα δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά. Ομοίως και τα αντιαεροπορικά συστήματα μικρού ή πολύ μικρού βεληνεκούς που δεν διαθέτουν αντιπυραυλικές ικανότητες έχουν σοβαρό επιχειρησιακό μειονέκτημα. Αλλά και στα μεγάλα ύψη υπάρχουν πολλές προκλήσεις. Για παράδειγμα, η αναχαίτιση ενός τακτικού βαλλιστικού βλήματος είναι εφικτή μόνο με τη χρήση αντιπυραυλικού συστήματος. Σε τελική ανάλυση, η επιτυχία ενός αντιαεροπορικού συστήματος είναι συνάρτηση της ταχύτητας με την οποία θα πραγματοποιηθεί η εμπλοκή του στόχου.

loading...

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

 
Top