0
Απόλυτη ησυχία, μια σκοτεινή, μακρόστενη αίθουσα γεμάτη όπλα και ανθρώπινα μέλη που μοιάζει βγαλμένη από κινηματογραφική παραγωγή, συνθήκες απόλυτου ψύχους. Βρισκόμαστε στο Εγκληματολογικό Μουσείο της Αθήνας.




Της Όλγας Παρθενέα-Γεωργάτσου

Ένα μέρος που ελάχιστοι γνωρίζουν πως υπάρχει, το οποίο στεγάζεται στο Εργαστήριο Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας της Ιατρικής Σχολής  του Πανεπιστημίου Αθηνών και αποτελεί το πρώτο Πανεπιστημιακό Μουσείο με αντικείμενο την Ιατροδικαστική και την Εγκληματολογία.

Ήταν το 1932 όταν ένας από τους πλέον διακεκριμένους Έλληνες επιστήμονες και Oλυμπιονίκης ξιφασκίας στους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες, το 1896, έθεσε στα 58 του χρόνια τα θεμέλια του ωραιότερου και συνάμα πιο απόκοσμου μουσείου της χώρας μας: αυτό του Εγκληματολογικού.


Πρόκειται για τον Καθηγητή Ιατροδικαστικής Ιωάννη Γεωργιάδη, ο οποίος ως μανιώδης συλλέκτης πειστηρίων εγκλήματος, ήδη από το 1912 είχε ξεκινήσει να συλλέγει κάθε στοιχείο που θεωρούσε ενδιαφέρον. Όπως αποδείχθηκε, δεν έπεσε σε τίποτα έξω.

Οι δεκάδες συλλογές – τεκμήρια εγκληματικών πράξεων του 19ου και του 20ού αιώνα, τα ανθρώπινα υπολείμματα και το σπάνιο φωτογραφικό υλικό που φιλοξενούνται σ’ αυτό, το καθιστούν τον απόλυτο θησαυρό για όσους τρέφουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το έγκλημα και το… μακάβριο, με τους «τυχερούς» που έχουν την ευκαιρία να εισέλθουν και να δουν από κοντά τα ιστορικότερα και πιο ασυνήθιστα για την εποχή τους τεκμήρια στον τομέα διερεύνησης εγκλημάτων, να είναι ελάχιστοι.


Τι μπορεί να δει κανείς μέσα στο Εγκληματολογικό Μουσείο; Γιατί η είσοδος επιτρέπεται σε πολύ συγκεκριμένα άτομα και πόσο εύκολο είναι να αντέξει κανείς στη θέα των τόσο συναρπαστικών μα απολύτως «ωμών» εκθεμάτων του; 

Αυτά είναι μόλις μερικά από τα ερωτήματα στα οποία δίνουν σαφείς και άκρως επεξηγηματικές απαντήσεις οι καθηγητές του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας, που όχι μόνο μας ξενάγησαν στα άδυτα του Μουσείου, μα επιπλέον μας ανέλυσαν με κάθε λεπτομέρεια όσα αξίζει να γνωρίζει κανείς για την επιστήμη της εγκληματολογίας.

Ο λόγος για τον Δρ. Σωτήρη Αθανασέλη, διακεκριμένο τοξικολόγο, τη Δρ. Μαρία  Στεφανίδου – Λουτσίδου, επίσης της Μονάδας Τοξικολογίας και διευθύντρια του Εγκληματολογικού Μουσείου και τον Δρ. Κωνσταντίνο Μωραΐτη, Δικαστικό Ανθρωπολόγο που ηγείται της αντίστοιχης Μονάδας.


Tελικά, τι είναι αυτό που κάνει το Μουσείο Εγκληματολογίας τόσο μοναδικό;

Η εγκληματική φυσιογνωμία που πάσχιζε να αναλύσει ο Γεωργιάδης

Ο ιατροδικαστής Ιωάννης Γεωργιάδης, ως ένας από του πιο εμπνευσμένους και μεθοδικούς επιστήμονες του δικού του τομέα, θεωρούσε πως το έγκλημα έβρισκε τις ρίζες του στην ανάλυση της προσωπικότητας του δράστη. Έτσι, θέλησε να συνδέσει την εγκληματική πράξη με τη «φύση» του εκάστοτε δολοφόνου προκειμένου να φτάσει σε ένα κοινό συμπέρασμα.

«Το Εγκληματολογικό Μουσείο δημιουργήθηκε από τον καθηγητή Γεωργιάδη στη λογική του να παρουσιάσει και να αναδείξει το προφίλ του εγκληματία μέσα από τα εκθέματά του –τα οποία ήταν πειστήρια δικαστικών υποθέσεων. Εκείνη την εποχή υπήρχαν οι θεωρίες του Τσέζαρε Λομπρόζο περί εγκληματικής φυσιογνωμίας και προσωπικότητας. Συλλέγοντας αυτά τα αντικείμενα, ο Γεωργιάδης προσπάθησε να αναλύσει και να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα των δραστών.


Είχε τη δυνατότητα να το κάνει, καθώς αυτά ερχόντουσαν εδώ για μελέτη και έτσι ο ίδιος μετά το ''κλείσιμο'' της εκάστοτε υπόθεσης τα κρατούσε. Στη συνέχεια προστέθηκαν κι άλλα ευρήματα και κάπως έτσι ''χτίστηκε'' σιγά - σιγά το Μουσείο. Στα σημερινά εγκλήματα, τα πειστήρια αυτά συνοδεύουν τις δικογραφίες και περνούν στην κατοχή της αστυνομίας. Δεν έχουν όμως και απολύτως καμία επιστημονική αξία, καθώς εγκλήματα λαμβάνουν χώρα όλη την ώρα», εξηγεί ο Δρ. Αθανασέλης.

Κάπως έτσι, η έμπνευση για ένα χώρο στον οποίο θα πραγματοποιούνταν η ανάλυση των πειστηρίων που θα οδηγούσε στην «αποκρυπτογράφηση» της προσωπικότητας των ανθρώπων που είχαν μια… κλίση στο έγκλημα, πήρε σάρκα και οστά και το Εγκληματολογικό Μουσείο της Αθήνας κοσμεί το χώρο στον οποίο ο καθηγητής Γεωργιάδης εργάστηκε επί 41 χρόνια, από το 1911 έως το 1952.

Τα εκθέματα… θανάτου

Το μουσείο είναι γεμάτο πειστήρια εγκληματικών πράξεων. Πειστήρια από τα οποία έχουν προκύψει πολύτιμα στοιχεία για τις αστυνομικές έρευνες, μέσω των οποίων οι ειδικοί εντοπίζουν και αναλύουν τα δακτυλικά αποτυπώματα, τα ίχνη αίματος και το DNA που πιθανότατα υπάρχουν σε αυτά.

Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα πιο ανατριχιαστικό: Τα ανθρώπινα υπολείμματα που καθιστούν το μέρος αυτό ένα από τα πιο «σκοτεινά» της Αθήνας.

Ο Γιαγκούλας και η «παρέα» του

Το ζενίθ της εποχής της ληστοκρατίας στα τέλη 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού, αποτέλεσε μια μαύρη σελίδα στην ιστορία της Ελλάδας.

Μέχρι το 1925 οι επικηρυγμένοι ληστές καταδιώκονταν από την αστυνομία έως ότου εντοπιστούν και εκτελεστούν δια τυφεκισμού, χωρίς δεύτερη σκέψη. Η βαρβαρότητα, ωστόσο δε σταματούσε εκεί, καθώς η ανάγκη να γίνει γνωστό το γεγονός της εν ψυχρώ εκτέλεσής τους ήταν τεράστια.


Σύμφωνα με τις τότε μαρτυρίες, η αστυνομία έκοβε τα κεφάλια τους και αφού τα γυρνούσε στην περιοχή καρφωμένα σε πασσάλους για παραδειγματισμό των υπολοίπων, τα τοποθετούσε σε τενεκέδες με χοντρό αλάτι ή πετρέλαιο για να αποφευχθεί η σήψη. Στη συνέχεια, τα έστελναν για ταυτοποίηση –ώστε να αποδειχθεί πως επρόκειτο για συγκεκριμένους λήσταρχους της εποχής- στο εργαστήριο της Ιατροδικαστικής.


Από εκεί και πέρα, ήταν ευθύνη του ιατροδικαστή Βασίλη Κωνσταντέλου να τα καθαρίσει από το αλάτι και το πετρέλαιο, να τα ταυτοποιήσει και να συνεχίσει με την προσπάθεια διατήρησής τους. Ο ίδιος, αφαιρούσε τον εγκέφαλο από το εσωτερικό τους, τα γέμιζε με άχυρο, τα «συναρμολογούσε» -καθώς λόγω του τυφεκισμού, πολλά από αυτά έφεραν εκτεταμένες κακώσεις - και τα τοποθετούσε στη φορμόλη, με αποτέλεσμα μερικά από αυτά σήμερα να αποτελούν εκθέματα του Εγκληματολογικού Μουσείου!

«Οι βασικοί ληστές που έχουμε εδώ είναι ο Γιαγκούλας και η «παρέα» του. Εκείνη την εποχή, μόλις τους έπιαναν, τους αποκεφάλιζαν και γυρνούσαν με τα κεφάλια τους σε ολόκληρη την περιοχή προς παραδειγματισμό των υπολοίπων. Ο Γεωργιάδης προνόησε να συλλέξει τα κεφάλια αυτά, προκειμένου να καταδείξει τις εγκληματικές φυσιογνωμίες τις οποίες ερευνούσε. Διατηρήθηκαν ταριχευμένα», περιγράφει ο καθηγητής Αθανασέλης.

Κοιτάζοντας τη «βιτρίνα» θα παρατηρήσει κανείς εκτός από την κεφαλή του λησταντάρτη Φώτη Γιαγκούλα, αυτές των Τσαμίτα, Κουνελάκη, Μπελάρα, Σταύρου, Γκαραβέλη, Μπαμπάνη και πολλών ακόμα λήσταρχων που προκάλεσαν τρόμο την εποχή εκείνη. Ο Γιαγκούλας, όμως ξεχωρίζει,. Λόγω της τότε γοητείας και της φήμης του; Λόγω «ηρεμίας» στην έκφρασή του, που κοιτώντας τον σε κάνει να πιστεύεις πως «κοιμάται». Κανείς δε μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα…

Ο νόμος της «Παρδάλας»

Ή αλλιώς «οι 54 άνθρωποι που σφαγιάστηκαν από τη μαχαίρα του Γιαγκούλα». Ο διαβόητος κακοποιός που δολοφονήθηκε στα 25 του χρόνια από τη Χωροφυλακή, την Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου του 1925, στην Κλεφτόβρυση Ολύμπου, πρόλαβε να διαγράψει λαμπρή πορεία στο έγκλημα, σκοτώνοντας 54 τουλάχιστον ανθρώπους, όλους με τη διάσημη πλέον μαχαίρα του, τη γνωστή «Παρδάλα».


Την ημέρα του θανάτου του, η μάχαιρά του βρισκόταν πάνω του. Σήμερα, αποτελεί μέρος της συλλογής με τα νύσσοντα και τέμνοντα όργανα του Εγκληματολογικού Μουσείου, με τους υπεύθυνούς του να κάνουν λόγο για ένα από τα πιο δημοφιλή εκθέματά τους.

Μέχρι σήμερα, εντύπωση προκαλούν τα λόγια που χαράχτηκαν από τον ίδιο το Γιαγκούλα επάνω στο ατσάλι:

«Προς όλους. Επειδή δε μπορώ να βρω δίκαιο στη δικαιοσύνη των Ελλήνων, αναγκάστηκα να τονίσω το δίκαιο της Παρδάλας ή Μαχαίρας. Από τώρα και στο εξής, η ύψιστη αυτή λειτουργός της άνανδρης δικαιοσύνης, η ονομαζόμενη Παρδάλα, έχει το λόγο απέναντι σε όλους τους υπεύθυνους και άπιστους. Η λειτουργία αυτής της μαχαίρας θα είναι πάντα ειλικρινής και η ίδια ποτέ δεν θα λησμονήσει τα ιερά της καθήκοντα για την απονομή του δικαίου. Μάρτιος 1917».

Η αιματοβαμμένη γκιλοτίνα του Καποδίστρια

«Η γκιλοτίνα -ή λαιμητόμος- του Καποδίστρια είναι το σήμα κατατεθέν του Μουσείου μας. Την είχε στήσει ο ίδιος στο Μπούρτζι, στο Ναύπλιο μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους», σχολιάζει ο Δρ. Αθανασέλης, ενώ στεκόμαστε μπροστά της.


Η γκιλοτίνα αυτή χρονολογείται από το 1789 και αποτελεί το παλαιότερο έκθεμα του μουσείου, ενώ επισημαίνεται πως είναι η μοναδική που υπάρχει στην Ελλάδα. Κατασκευασμένη κατά τη Γαλλική επανάσταση από τον Ζοζέφ Ινιάς Γκιγιοτέν, έφτασε στη χώρα μας το 1830 με τον Λουδοβίκο τον Α’ τον Βαυαρό, πατέρα του Όθωνα, με σκοπό την παραδειγματική τιμωρία όσων τάσσονταν κατά της βασιλείας.

Από το 1836 έως το 1936 –όταν και απαγορεύτηκε η χρήση της- βάφτηκε με το αίμα εκατοντάδων ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και αρκετοί βαρυποινίτες, τους οποίους νομοθεσία του 1834 επέτρεψε να εκτελούν σ’ αυτή.

Πρόκειται μάλιστα για περιφερόμενη λαιμητόμο, που «ταξίδευε» σε πολλά μέρη της Ελλάδας ώστε να πραγματοποιηθούν μαζικές εκτελέσεις. Λέγεται πως πεντάδες βαρυποινιτών μπορούσαν να εκτελεστούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

Έμβρυα και νεογνά: Από τις τερατογενέσεις στις αμβλώσεις και τα «μωρά της σοφίτας»

Ίσως από τις πιο θλιβερές εικόνες του Εγκληματολογικού Μουσείου.


Αποξηραμένα ή στη φορμόλη έμβρυα και νεογνά βρίσκονται προσεκτικά τοποθετημένα στα ράφια, θυμίζοντας μια «σκοτεινή» εποχή της Ελλάδας στην οποία μας γυρνά ο Δρ. Αθανασέλης:

«Υπάρχουν έμβρυα θνησιγενή, τα οποία αποτελούν προϊόν τερατογένεσης και εκείνη την εποχή έκαναν τρομερή εντύπωση. Ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί μέχρι τώρα το δικέφαλο μωρό που έχουμε στη γυάλα αλλά και σε ακτινογραφία προς μελέτη του σκελετού του.


Υπάρχουν όμως και νεογνά –γνωστά και ως «μωρά της σοφίτας»- τα οποία οι γονείς ήθελαν να ξεφορτωθούν, είτε γιατί ήταν παιδιά εκτός γάμου, είτε λόγω οικονομικών δυσκολιών, πετώντας τα στη σοφίτα.


Διατηρούνται μουμιοποιημένα, αντικατοπτρίζοντας τις κοινωνικές συνθήκες μια συγκεκριμένης εποχής. Υπάρχει και ένα μωρό που έπεσε θύμα στραγγαλισμού…».

Κάπου εδώ η Δρ. Στεφανίδου – Λουτσίδου συμπληρώνει: «Το δικέφαλο μωρό γεννήθηκε το 1953 στο νοσοκομείο ''Ελπίς'' και πέθανε αμέσως μόλις γεννήθηκε»...

Η μούμια της σπηλιάς του Νταβέλη (;)

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια του μουσείου είναι η μούμια που φημολογείται πως βρέθηκε πολλά χρόνια πριν στη σπηλιά του λήσταρχου Νταβέλη.


«Υπάρχει μια τέτοια εκδοχή, πως βρέθηκε στη σπηλιά του Νταβέλη, χωρίς ωστόσο να έχει επιβεβαιωθεί. Όταν εμείς ήρθαμε εδώ, τα ευρήματα αυτά υπήρχαν ήδη. Δε μπορώ να την απορρίψω, ούτε όμως και να την επιβεβαιώσω. Θέλω να πιστεύω πως αν πράγματι ίσχυε αυτό, θα το είχαν ψάξει λίγο περισσότερο. Η ταυτότητά του θύματος δεν έχει εξακριβωθεί», λέει ο Δρ. Αθανασέλης, ενώ ο ανθρωπολόγος Κωνσταντίνος Μωραΐτης αναλύει:

«Επήλθε φυσική μουμιοποίηση. Δεν ήταν τεχνητή, όπως έκαναν οι Αιγύπτιοι. Το σώμα αυτό  παρέμεινε σε ξηρό περιβάλλον, αφυδατώθηκε και διατηρήθηκε στην κατάσταση που το βλέπουμε σήμερα. Για να το εξηγήσω αναλυτικά, η μουμιοποίηση είναι μια παραλλαγή της σήψης.


Έχουμε αφυδάτωση των μαλακών ιστών, η οποία λαμβάνει χώρα υπό συγκεκριμένες περιβαλλοντολογικές συνθήκες. Απαιτούνται υψηλή θερμοκρασία και χαμηλά ποσοστά υγρασίας. 

Το δέρμα αποκτά αυτή την ξυλώδη μορφή, γίνεται πολύ σκληρό. Θεωρητικά, μπορεί να μείνει για πάντα έτσι αν δεν προσβληθεί από έντομα που τρέφονται με ιστούς. Οι ιδανικές και σταθερές συνθήκες διατήρησης μιας μούμιας, όμως, απαιτούν έναν ειδικά διαμορφωμένο ψυχόμενο θάλαμο. Γι’ αυτό και μπαίνοντας κανείς στο μουσείο καλείται να αντιμετωπίσει… έντονο ψύχος».


Κέρινα προπλάσματα – αντίγραφα θυμάτων αληθινών δολοφονιών

Δύσκολα θα πίστευε κανείς πως τα κομμάτια σάρκας που κοιτά κανείς στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο της αίθουσας, δεν είναι αληθινά, αλλά… κέρινα. Πρόκειται για προπλάσματα που σκοπό έχουν να παρουσιάσουν με απόλυτη ακρίβεια συγκεκριμένες κακώσεις στο ανθρώπινο σώμα, είτε από πυροβόλα όπλα είτε από νύσσοντα και τέμνοντα όργανα.


Χρονολογούνται από το 1920 και αποτελούν έργο του ιατροδικαστή Βασίλη Κωνσταντέλου και του γλύπτη Δημήτρη Μητρόπουλου, οι οποίοι απέδωσαν με τον πιο παραστατικό τρόπο τα τραύματα που οδήγησαν στο θάνατο τα θύματα της κάθε υπόθεσης.

«Αναπαριστούν πραγματικά περιστατικά και χρησιμοποιήθηκαν για να εκπαιδεύονται οι ιατροδικαστές τα χρόνια εκείνα. Δυστυχώς, δε γνωρίζουμε τις υποθέσεις στις οποίες αφορούσαν», σημειώνει η Δρ. Στεφανίδου – Λουτσίδου. 

Ένα πορτατίφ… δολοφόνος

Ένα «ιδιαίτερο» πορτατίφ φυλάσσεται στο μουσειακό χώρο το οποίο έπαψε να είναι απλό και συνηθισμένο όταν «δέθηκε» για πάντα με το χέρι του ανθρώπου που εκείνο σκότωσε!


«Πρόκειται για μια ιδιαίτερη περίπτωση ηλεκτροπληξίας. Το πορτατίφ εκείνο είχε διαρροή ρεύματος, με αποτέλεσμα όταν ήρθε σε επαφή με το χέρι του θύματος, να προκαλέσει στο άκρο σπασμούς. Έτσι, το χέρι –λόγω σπασμού- έπιασε το πορτατίφ και δεν το άφηνε! Για να δείξουν λοιπόν τον σπασμό της ηλεκτροπληξίας, έκοψαν το χέρι από τον αγκώνα και το έκαναν έκθεμα.», μας λέει ο Δρ. Αθανασέλης.

Κομμάτια δέρματος με τατουάζ

Πόσο ψύχραιμος μπορεί να παραμείνει κάποιος στη θέα των κομματιών ανθρώπινου δέρματος που εκτίθενται σε βιτρίνα του μουσείου; Αν κρίνουμε από τις λιποθυμίες των επισκεπτών που περιστασιακά λαμβάνουν χώρα –όπως παραδέχεται ο Δρ. Μωραίτης-, μάλλον το περιβάλλον ουδόλως ευνοεί όσους δεν είναι συνηθισμένοι στο θέαμα.

Ωστόσο, τα κομμάτια αυτά δέρματος μπορούν να θεωρηθούν από τα λιγότερο «σκληρά» εκθέματα.


Μέχρι τα τέλη του 1950 η αφαίρεση του δέρματος των αποθανόντων βαρυποινιτών ήταν νόμιμη. Έτσι λοιπόν, τους αφαιρούσαν το δέρμα, το έπλεναν, το στέγνωναν και το κρατούσαν, μιας και τα τατουάζ τα έβρισκε τότε κανείς σε σώματα συγκεκριμένων ανθρώπων όπως οι εγκληματίες και οι ναυτικοί.


«Τα τατουάζ εκφράζουν την ψυχοσύνθεση των ατόμων που τα φέρουν. Σε αντίθεση με τα σημερινά δεδομένα, την εποχή εκείνη το να δεις άνθρωπο να φέρει τατουάζ στο κορμί του ήταν περίεργο. Κοσμούσαν σώματα ναυτικών, εγκληματιών και κατάδικων. Έτσι, μελετήθηκαν και αυτά στο πλαίσιο της εγκληματικής φυσιογνωμίας και προσωπικότητας», παρατηρεί ο κ. Αθανασέλης.

Δειγματολόγιο μαλλιών του 1900

«Τι γυρεύει αυτό εδώ;», θα αναρωτηθεί κανείς κοιτώντας το δειγματολόγιο μαλλιών ακριβώς δίπλα από τα κέρινα προπλάσματα. Πριν προλάβουμε να εκφράσουμε την απορία μας, οι καθηγητές μας έδωσαν την απάντηση που σε καμία περίπτωση δεν περιμέναμε να ακούσουμε.


«Την εποχή εκείνη ήταν δύσκολο να αποφανθείς τι χρώμα ακριβώς ήταν τα μαλλιά των θυμάτων ή των καταζητούμενων. Είχε τεθεί το θέμα της αναγνώρισης. Έπρεπε να περιγράψεις τι χρώμα μαλλί είχε ο καθένας. Έλεγες ας πούμε ''Μαλλιά: Ξανθά''. Ναι, αλλά τι ξανθό; Γι’ αυτό και φτιάχτηκαν οι πίνακες αυτοί ώστε να υπάρχει η δυνατότητα επιλογής της απόχρωσης. Ήταν πιο ξεκάθαρο να πεις ''Μαλλιά: Ξανθά, νούμερο 15''», εξηγεί ο ίδιος, με την κ. Στεφανίδου – Λουτσίδου να συμπληρώνει:

«Πρόκειται για αληθινά μαλλιά. Ήρθαν από τη Γαλλία και τα καρτελάκια τους είναι γραμμένα με πένα από τον ίδιο τον καθηγητή Γεωργιάδη».

Το έγκλημα της πλαστογραφίας, της μαγγανείας, όπλα και η βιτρίνα των βρόχων

«Το μουσείο μας φιλοξενεί επίσης μια συλλογή πλαστών χαρτονομισμάτων που μας είχε παραχωρήσει η Τράπεζα της Ελλάδος.


Υπάρχει ακόμα μία βιτρίνα με υλικά μαγγανείας, τα οποία χρησιμοποιούνταν κι αυτά για να εξαπατούν τον κόσμο, αλλά και πολεμικό υλικό: Όπλα, κράνη, σφαίρες, καρυοφύλλια», λέει ο Δρ. Αθανασέλης. «Και ο πόλεμος έγκλημα δεν είναι;»,  αναρωτιέται.


«Υπάρχουν ακόμα συλλογές με ξιφολόγχες και όπλα πολέμου. Αυτά όλα έχουν χρησιμοποιηθεί για κάποια εγκληματική ενέργεια. Τώρα με το μαχαίρι του βουτύρου, πώς να τα καταφέρει να αυτοκτονήσει; Μιλάμε για ατυχή προσπάθεια που, όμως, έμεινε στην ιστορία λόγω της ιδιαιτερότητάς της», αναφέρει.


Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί πως και ο ίδιος ο καθηγητής Γεωργιάδης δώρισε τη συλλογή σπαθιών του στο μουσείο, με τα κομμάτια που θα δει κανείς εκεί να είναι μοναδικά. Το ίδιο ισχύει και για τα μεγάλης αξίας πυροβόλα όπλα μερικά εκ των ο οποίων δε θα βρει κανείς ούτε στο Πολεμικό Μουσείο, καθώς όπως λέει η κ. Στεφανίδου – Λουτσίδου, είχαν αγοραστεί από τον καθηγητή Γεωργιάδη.


«Τη σπανιότατη βαυαρική πιστόλα –όπως τη λέμε- από την εποχή του Όθωνα, δε θα τη βρείτε πουθενά», ξεκαθαρίζει.


Όσο για τη βιτρίνα των βρόχων; Περιλαμβάνει θηλιές και βρόχους από στραγγαλισμούς και απαγχονισμούς κάθε λογής, ενώ εντύπωση προκαλούν δύο κομμάτια σπασμένου ξύλου ενωμένα ακριβώς δίπλα τους, το οποίο είναι της εποχής του 30’.


«Το χρησιμοποίησαν για να χτυπήσουν το θύμα στο κεφάλι. Η υπόθεση έκλεισε μόλις βρέθηκε το δεύτερο κομμάτι του που ταίριαζε ακριβώς με το πρώτο και έφερε κηλίδες αίματος του θύματος», σχολιάζει ο Δρ. Αθανασέλης καθώς περνάμε από μπροστά του.



Λίγο πιο πέρα, παρατηρεί κανείς πολλών ειδών εκρηκτικές ύλες, πυρομαχικά, στρατιωτικά κράνη και κάθε λογής απομεινάρι πολέμου…



Τα αυτοσχέδια μαχαίρια των φυλακισμένων από κάγκελο και σεντόνι

Κάτι που σίγουρα αξίζει να παρατηρήσει κανείς είναι η συλλογή με τα ιστορικής αξίας μαχαίρια για τα οποία μας μιλά η διευθύντρια του μουσείου:

«Για μένα η συλλογή μαχαιριών αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εκθέματά μας. Θα δείτε στο χώρο αυτό και ένα πάνω στο οποίο έχει χαραχτεί το κεφάλι του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και χρονολογείται από το 1821. Υπάρχει ακόμα και η συλλογή με τα αυτοσχέδια μαχαίρια που έφτιαχναν μόνοι τους οι φυλακισμένοι, λιμάροντας τα κάγκελα. Έχουμε ένα τέτοιο μαχαίρι –λιμαρισμένο κάγκελο- στο οποίο πρόσθεσαν ένα κομμάτι σεντόνι, σκότωσαν το φύλακα και απέδρασαν».


Φυσικά, ζητήσαμε να μάθουμε περισσότερα για τη συγκεκριμένη υπόθεση, με την καθηγήτρια να απαντά: «Δεν έχει γίνει ακόμα τεκμηρίωση όλων αυτών των στοιχείων ώστε να μπορέσουμε να τα τοποθετήσουμε ανά υπόθεση. Είναι, όμως, στα άμεσα σχέδιά μας».

Γράμματα θλίψης ψυχικά ασθενών

Φαινομενικά «αθώα» με ικανά να προκαλέσουν τεράστια θλίψη σε όποιον μπει στον πειρασμό να τα διαβάσει, είναι τα γράμματα που φέρουν την υπογραφή ψυχικά ασθενών ανθρώπων, τα οποία αποτελούν μέρος του μουσείου λόγω της ανάγκης σκιαγράφησης και ανάλυσης της προσωπικότητας των δημιουργών τους.


Είναι από τις ελάχιστες φορές που ο κ. Αθανασέλης αποφεύγει να σχολιάσει. «Είναι θλιβερό», αρκείται να πει και απομακρύνεται σκεπτικός. 

Τα αυτιά ως μέθοδος ταυτοποίησης ενόχων

Τα ανθρώπινα αυτιά –αληθινά ή προπλάσματα- έχουν την τιμητική τους στο μουσείο και αμέσως καταλάβαμε το γιατί. Είναι άλλωστε γνωστό πως η μορφολογία του αυτιού είναι τόσο μοναδική για τον καθένα όσο και το δακτυλικό αποτύπωμά του.


«Η μορφολογία του αυτιού χρησιμοποιούνταν παλιά για την ταυτοποίηση των ατόμων. Είναι μοναδική για κάθε άτομο, ακριβώς όπως το αποτύπωμα του χεριού του. Τα παλιά τα χρόνια, όταν οι ληστές ήθελαν να μπουν στα σπίτια, τοποθετούσαν το αυτί τους πίσω από την πόρτα ώστε να ακούσουν αν υπάρχει κάποιος μέσα, με αποτέλεσμα να αφήνουν αποτύπωμα. Για το λόγο αυτό έφτασαν πολλοί στη σύλληψη», αναλύει ο κ. Αθανασέλης, με την κ. Στεφανίδου – Λουτσίδου να συμπληρώνει: «Η αστυνομία μέχρι σήμερα χρησιμοποιεί τη μέθοδο αυτή για να καταλήξει στους ενόχους».


Κάπως έτσι κατέληξε να κοσμεί το Εγκληματολογικό Μουσείο και το αυτί του Βασιλοκτόνου Αλέξανδρου Σχινά, το οποίο μέχρι σήμερα διατηρείται στη φορμόλη μαζί με το χέρι, με το οποίο πάτησε τη σκανδάλη και σκότωσε το βασιλιά Γεώργιο τον Α’.



Η περίπτωση της «σφαίρας που εξαφανίστηκε»

Πώς μπορεί μια σφαίρα να «ταξιδέψει» μέσα στο ανθρώπινο σώμα; Ένα σκίτσο σε έναν από τους τοίχους του μουσείου αποτέλεσε την αφορμή να αναλύσουμε μαζί με τον κ. Αθανασέλη το «θαύμα» του ανθρώπινου σώματος.

«Στη φωτογραφία αποτυπώνεται μια σπάνια περίπτωση στα χρονικά της εγκληματολογίας. Το θύμα πυροβολήθηκε στην καρδιά, όμως η σφαίρα ήταν αδύνατο να βρεθεί. Όπως αποδείχθηκε αργότερα, μέσω της κυκλοφορίας του αίματος παρασύρθηκε και κατέληξε στο διχασμό της κοιλιακής αορτής», περιγράφει, προσδιορίζοντας την πορεία της βολίδας με το χέρι του επάνω στο σκίτσο.


Δεν παρέλειψε, μάλιστα, να μας δείξει και τη συλλογή από σφαίρες που οι γιατροί αφαίρεσαν από ανθρώπινα σώματα, εξηγώντας παράλληλα τον τρόπο με τον οποίο αυτές «καταστρέφονται» από τη στιγμή που θα βρουν το στόχο τους:

«Οι σφαίρες αυτές, σκοπό έχουν να παρουσιάσουν την παραμόρφωση που υφίστανται από τη στιγμή που θα εισέλθουν στο ανθρώπινο σώμα, η οποία διαφέρει σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με το αν αυτές ''χτυπήσουν'' σε μαλακά μόρια ή σε οστά», περιγράφει.


Η ζώνη αγνότητας και το πορνογραφικό υλικό… μιας άλλης εποχής

Ακόμα ένα περίεργο έκθεμα είναι η φωτογραφία της ζώνης αγνότητας που χρησιμοποιούσαν κατά το μεσαίωνα, αλλά και το πορνογραφικό υλικό που φυλάσσεται στο μουσείο, το οποίο ουδεμία σχέση έχει με το αντίστοιχο σημερινό.


«Τα περιοδικά αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τα σημερινά, ωστόσο την εποχή εκείνη ήταν άκρως απαγορευμένα», διαβεβαιώνει ο Δρ. Αθανασέλης.


Το έγκλημα στου Χαροκόπου

Ένα από τα σημεία όπου οι περισσότεροι επισκέπτες αφιερώνουν πολύ χρόνο, είναι ο τοίχος – φωτογραφικό αφιέρωμα σε μερικές από τις διασημότερες υποθέσεις εγκλημάτων της Ελλάδας.


Η πιο ενδιαφέρουσα από αυτές είναι το έγκλημα στου Χαροκόπου, με θύμα τον Δημήτρη Αθανασόπουλο, ο οποίος εντοπίστηκε καμμένος και διαμελισμένος στον Ιλισσό ποταμό στις 6 Ιανουαρίου του 1931.


Εντύπωση προκαλούν οι φωτογραφίες της τεμαχισμένης σορού από το τραπέζι του νεκροτομείου στο οποίο κατέληξε ο άτυχος εργολάβος, τις οποίες όσο κι αν ψάξει κανείς, δεν θα βρει πουθενά, παρότι τότε είχαν δοθεί στη δημοσιότητα. Το μόνο που υπάρχει σήμερα είναι λήψη της κεφαλής του, λίγο αφότου το πτώμα του εντοπίστηκε στο ποτάμι μέσα σε δύο σάκους.


«Πήγε από σύζυγο και πεθερά. Εκείνη την εποχή οι φωτογραφίες είχαν δημοσιευθεί στις εφημερίδες, ωστόσο το ενδιαφέρον του κόσμου παραμένει ζωντανό, κυρίως λόγω του περίφημου τραγουδιού  του Ιάκωβου Μοντανάρη ''Η Κακούργα Πεθερά'' ή «Στου Χαροκόπου τα στενά». Αυτό και μόνο αρκεί για να μη λησμονηθεί το συγκεκριμένο έγκλημα. Αν συνέβαινε σήμερα, ελάχιστοι θα ενδιαφέρονταν. Το γεγονός, όμως, πως έγινε τραγούδι το έκανε θρύλο. Χωρίς το τραγούδι, κανείς δεν θα το θυμόταν», σχολιάζει ο καθηγητής.

Η περίπτωση σοδομισμού


Οι τοίχοι τις αίθουσας είναι γεμάτοι φωτογραφικό υλικό σχετικό τόσο με υποθέσεις ειδεχθών εγκλημάτων και εκτελέσεων –με χαρακτηριστικό παράδειγμα μαυραγορίτες που κρεμάστηκαν από το Γερμανικό στρατό κατοχής- όσο και πρωτοφανών ιατρικών υποθέσεων που μέχρι σήμερα  προκαλούν τεράστιο ενδιαφέρον.

Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία εντάσσεται η ακτινογραφία που παρουσιάζει μια ιδιαίτερη περίπτωση σοδομισμού που για τα τότε δεδομένα υπήρξε σκανδαλώδης.


Ο τοξικολόγος ξεναγός μας, μάς διαφώτισε περί της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και των «οργάνων ηδονής» της εποχής:

«Η ακτινογραφία αυτή προκαλεί τεράστιο ενδιαφέρον. Πρόκειται για μια περίπτωση ''ατυχήματος'', κατά την οποία το θύμα χρησιμοποίησε ένα μπουκάλι προκειμένου να αυτοϊκανοποιηθεί, το οποίο όμως προχώρησε προς τα μέσα, δε μπορούσε να βγει και αφαιρέθηκε χειρουργικά. Η επέμβαση στέφθηκε με επιτυχία.


Το μπουκάλι εκείνο βρίσκεται κι αυτό στο μουσείο, μαζί με άλλα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν για τον ίδιο σκοπό, με πιο παράξενο όλων ένα… κέρατο, το οποίο μάλιστα ο άνθρωπος εκείνος γέμιζε και με στάχτη για να είναι ζεστό! Ο άνθρωπος έχει φαντασία…», σχολιάζει.


Μανιτάρια – δολοφόνοι και ναρκωτικά

Εκτός από τα εγκληματολογικά ευρήματα, υπάρχουν συλλογές, που χρησιμοποιούνται καθαρά για εκπαιδευτικούς σκοπούς.


«Μία από αυτές είναι τα προπλάσματα μανιταριών, τα οποία εκ πρώτης όψεως δεν έχουν κάποια σχέση με το έγκλημα. Υπάρχουν, βλέπετε, μανιτάρια που είναι φαγώσιμα και κάποια άλλα που δεν είναι. Εμείς πάντως στην τοξικολογία λέμε πως όλα τα μανιτάρια είναι φαγώσιμα. Κάποια, όμως, μόνο για μία φορά! Που σημαίνει πως πρέπει να τα ξεχωρίζεις…», μας λέει ο ίδιος χαμογελώντας…


«Υπάρχουν αυτοσχέδιοι ναργιλέδες, τους οποίος έφτιαχναν οι κατάδικοι για να κάνουν χρήση ουσιών μέσα στις φυλακές. Άλλοι είναι φτιαγμένοι από κονσερβοκούτια, άλλοι από ινδικές καρύδες και άλλοι ακόμα πιο περίτεχνοι», συνεχίζει.

Το κεφάλι «με την τσεκουριά» στη φορμόλη

Τα ανθρώπινα υπολείμματα που φιλοξενούνται στο χώρο αυτό αποτελούν δελεαστικό έναυσμα για να περάσει κανείς την πόρτα του Εγκληματολογικού.

Οι περισσότεροι επισκέπτες αντιδρούν εντονότερα στη θέα του περιεχομένου μιας γυάλας γεμάτη φορμόλη μέσα στην οποία βρίσκεται η κεφαλή ενός άνδρα που δολοφονήθηκε με τσεκούρι. Το σημάδι του τσεκουριού είναι ορατό και τραβά το βλέμμα κάθε επισκέπτη.

«Κρατήθηκε λόγω της ιδιαιτερότητας της τομής του συγκεκριμένου φονικού όπλου στην περιοχή της κεφαλής, καθώς την εποχή εκείνη οι δολοφονίες με τσεκούρι δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο. Ήταν πρωτοφανές! Το πιο περίεργο όμως ξέρετε ποιο είναι; Ότι προκειμένου να εξετάσουν την πληγή από το τσεκούρι αποφάσισαν να… κόψουν το κεφάλι του θύματος και να το κάνουν έκθεμα! Κάτι το οποίο δε μπορείς να κάνεις σήμερα…», εξηγεί ο Δρ. Αθανασέλης.

Αξίζει να σημειωθεί, πως υπάρχουν ηθικοί και δεοντολογικοί λόγοι για τους οποίους φωτογραφίες σαν αυτή δεν είναι φρόνιμο να δημοσιευθούν. Η Δρ. Στεφανίδου – Λουτσίδου είναι σαφέστατη:

«Είναι προσβολή νεκρού η έκθεση τέτοιων φωτογραφιών. Οι συγγενείς έχουν κάθε δικαίωμα να διαμαρτυρηθούν γι’ αυτό και τα εκθέματα αυτά επιβάλλεται να παραμείνουν ''άγνωστα'' για το ευρύ κοινό», τονίζει, άποψη την οποία υιοθετεί και ο Δρ. Μωραΐτης:

«Εμείς ερχόμαστε καθημερινά σε επαφή με το θάνατο. Πρόκειται για ένα πολύ ''βαρύ'' κομμάτι που δε μας αφήνει αδιάφορους παρά το γεγονός πως κάνουμε αυτή τη δουλειά. Δεν υπάρχει λόγος λοιπόν άνθρωποι μη εξοικειωμένοι με το αντικείμενο να βάζουν τον εαυτό τους σε αυτή τη διαδικασία προς τέρψιν της περιέργειάς τους. Πρέπει να τους προστατεύσουμε, γι’ αυτό και είμαστε ιδιαιτέρως προσεκτικοί με την έκθεση των ανθρωπίνων υπολειμμάτων».


Πράγματι, όλοι οι υπεύθυνοι του μουσείου επιθυμούν να κρατήσουν χαμηλούς τόνους και φροντίζουν να μην επιτρέπουν σε άτομα που ουδεμία σχέση έχουν με τους τομείς της εγκληματολογίας να εισέλθουν. Τι έχει να πει γι’ αυτό ο Δρ. Αθανασέλης;

«Το Μουσείο είναι ανοιχτό για όσους σχετίζονται με τομείς τις εγκληματολογίας, όπως είναι οι δικηγόροι, οι κοινωνιολόγοι και οι γιατροί  -γιατί υπάρχουν και ιατρικού ενδιαφέροντος εκθέματα, στα οποία μπορεί κανείς να παρατηρήσει και να ''εξετάσει'' κακώσεις από πυροβόλα όπλα ή από νύσσοντα και τέμνοντα όργανα. Το υλικό αυτό χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για εκπαιδευτικούς σκοπούς, όμως πλέον τα πράγματα έχουν αλλάξει, καθώς στη σημερινή εποχή τα εγκλήματα είναι καθημερινό φαινόμενο.

Την εποχή εκείνη για να δει κανείς ένα μαχαιρωμένο θύμα, μπορούσε να περάσει ένα εξάμηνο. Συνεπώς, όταν συνέβαινε υπήρχε τεράστιο ενδιαφέρον. Ό,τι υπάρχει εδώ μέσα είναι καθαρά για επιστημονικούς και εκπαιδευτικούς σκοπούς, όχι προς τέρψιν της περιέργειας όσων επιθυμούν να έρθουν στο Εγκληματολογικό Μουσείο. Δεν έρχεσαι εδώ για να… ''χαζέψεις''», ξεκαθαρίζει.

Δεν θα μπορούσαμε παρά να ρωτήσουμε στο σημείο αυτό, αν οι συγγενείς των ανθρώπων των οποίων οι κεφαλές αποτελούν έκθεμα, έχουν ενδιαφερθεί  να τα πάρουν στην κατοχή τους ή αν οι καθηγητές και υπεύθυνοι του Εγκληματολογικού Μουσείου, ανησυχούν μήπως κάποιος μανιώδης συλλέκτης επιθυμήσει να κλέψει κάποιο από αυτά.

«Μετά από τόσα χρόνια γιατί κάποιος να θελήσει να πάρει κάτι τέτοιο από το μουσείο; Να το κάνει τι; Να τοποθετήσει ένα… κεφάλι στο σαλόνι του, έστω και συγγενή του; Από την άλλη, να τα κλέψουν για ποιο λόγο; Να ''στολίσουν'' τα σπίτια τους με τα κεφάλια των ληστών; Αυτό απαιτεί… διαστροφή και παράνοια! Ποιος συλλέκτης θα βάλει σπίτι του ένα ταριχευμένο κεφάλι; Τα εκθέματα αυτά θεωρούνται κομμάτι της ιστορίας της Ελλάδος, γι’ αυτό και καλό θα ήταν να παραμείνουν εδώ, όπου μπορούν και να φυλαχθούν και να συντηρηθούν ώστε να εξακολουθήσουν να υπάρχουν», τονίζει ο γνωστός τοξικολόγος.

Τι είδους επισκέπτες ζητούν να μπουν στο Μουσείο;

Οι επίδοξοι επισκέπτες είναι πολλοί και δεν είναι λίγες οι φορές που οι καθηγητές έχουν έρθει στη δύσκολη θέση να απορρίψουν κόσμο.

«Πράγματι, έχουμε απορρίψει ανθρώπους που επιθυμούν να μπουν εδώ, αλλά μία φορά το μήνα το ανοίγουμε - κακώς κατά τη γνώμη μου, γιατί δεν έχουμε το απαραίτητο προσωπικό. Μακάρι να είχαμε τον τρόπο να το ανοίγουμε συχνότερα ώστε με ένα εισιτήριο των ανθρώπων που τρέφουν ενδιαφέρον για την εγκληματολογία, να μπορέσουμε να καλύψουμε τις βασικές ανάγκες συντήρησής του», λέει σκεπτική η καθηγήτρια τοξικολογίας κ. Στεφανίδου – Λουτσίδου.

Ο Δρ. Αθανασέλης, μοιράζεται και κάτι που –όπως παραδέχεται- του έχει κάνει τρομερή εντύπωση. Τι είναι αυτό; Το γεγονός πως μέχρι και εκπαιδευτικοί έχουν εκφράσει την επιθυμία τους να ξεναγήσουν μαθητές στο χώρο της ιδιαίτερης αυτής αίθουσας.

«Μας έχουν ζητήσει εκπαιδευτικοί να φέρουν εκδρομή μαθητές  στο χώρο του Εγκληματολογικού σαν να πρόκειται για ένα ακόμη Αρχαιολογικό Μουσείο. Είμαστε κάθετοι σε αυτό: Ένα παιδί δεν έχει λόγο σε μια τόσο τρυφερή ηλικία να έρθει αντιμέτωπο με το θέαμα αυτό. Δεν πρόκειται για ένα οποιοδήποτε μουσείο, μα για ένα τρομερά ''ιδιαίτερο'' μέρος. Το θέαμα αυτό δεν είναι παρά μία μορφή βίας στα μάτια ενός ανήλικου. Πώς μπορείς να είσαι σίγουρος πώς θα αντιδράσει ένα παιδί; Θα μπορέσει να το διαχειριστεί; Οι εκπαιδευτικοί αυτοί δεν έχουν συνειδητοποιήσει περί τίνος πρόκειται. Αυτός είναι ο λόγος που δεν τους δεχόμαστε», εξηγεί.

Γιατί το Εγκληματολογικό Μουσείο παραμένει «άγνωστο»;

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, παρά την ιδιαιτερότητα και την ομορφιά του Μουσείου Εγκληματολογίας, πολύ λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν την ύπαρξή του. Για άλλους, είναι το ελληνικό «Μουσείο του Θανάτου» που μοιάζει σκηνικό ταινίας τρόμου, για κάποιους άλλους αποτελεί απλά μια καλή ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με το θάνατο που έτσι κι αλλιώς ανέκαθεν ασκούσε γοητεία όπως κάθε τι άγνωστο.

Βραχύκαννα και μακρύκαννα πυροβόλα όπλα του 19ου - 20ού αιώνα. Οι συνήθεις τύποι είναι το Τρομπόνι, η Αραβίδα και το Καριοφίλι.

«Αυτό είναι αλήθεια και ίσως κι εμείς να έχουμε συμβάλει σ’ αυτό. Αν γίνει ιδιαιτέρως γνωστό, θα υπάρχει μια συνεχής προσέλευση κόσμου, την οποία εμείς πιθανότατα δε θα μπορούμε να διαχειριστούμε. Κάνουμε μία ή δύο φορές το μήνα κάποια ξενάγηση, ώστε να μπορέσουν να έρθουν όσοι έχουν κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εγκληματολογία. Μέχρι εκεί όμως. Προγραμματισμένα και εις βάρος του χρόνου μας, διότι μην ξεχνάτε πως ως Πανεπιστημιακοί που ειδικευόμαστε στην ιατροδικαστική, τη δικαστική ανθρωπολογία και την τοξικολογία, είμαστε τόσο απασχολημένοι με τον καθημερινό όγκο εργασίας μας, που πραγματικά δυσκολευόμαστε να βρούμε χρόνο και για τις ξεναγήσεις στο μουσείο. Το κάνουμε -καθώς πρέπει να το κάνουμε από τη στιγμή που «κληρονομήσαμε» το Μουσείο αυτό- αλλά σε επιλεγμένες περιπτώσεις. Σκεφτείτε να ήθελε να μπει εδώ μέσα ο καθένας…», παραδέχεται ο κ. Αθανασέλης.

Γιατί το Μουσείο παραμένει σε έναν τόσο μικρό χώρο;

Μόλις ολοκληρώσαμε την ξενάγησή μας στο χώρο, δε θα μπορούσαμε παρά να εκφράσουμε μια εύλογη απορία στους καθηγητές που μας φιλοξένησαν. Γιατί το Εγκληματολογικό Μουσείο δεν έχει μέχρι σήμερα μεταφερθεί σε έναν μεγαλύτερο και πιο λειτουργικό χώρο;

«Θα θέλαμε πολύ να έχουμε έναν μεγαλύτερο χώρο, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Οι τέσσερις μονάδες του εργαστηρίου μας, το Ανθρωπολογικό, το Τοξικολογικό, το Παθολογοανατομικό και το Ιατροδικαστικό, στεγάζονται στο χώρο αυτό, που –ας μη γελιόμαστε- είναι πολύ περιορισμένος. Μακάρι να υπήρχαν οι πόροι να στεγάσουμε το μουσείο μας σε έναν μεγαλύτερο χώρο.

Σαφώς και υπάρχει στο μυαλό μας η σκέψη ανάπτυξης, αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορεί να μεταφερθεί αλλού! Θα πρέπει να ζητήσουμε να χτιστεί ένας ακόμη όροφος, αλλά τα κονδύλια δεν υπάρχουν», εξηγεί ο Δρ. Αθανασέλης, με τον καθηγητή Μωραΐτη να θέτει ένα ακόμα σημαντικότατο ζήτημα, αυτό της συντήρησης των εκθεμάτων:

«Έχουμε τεράστιο πρόβλημα με τη συντήρηση των ανθρωπίνων υπολειμμάτων. Δεν υπάρχουν ούτε ειδικευμένοι συντηρητές, ούτε πόροι ώστε να διατηρήσουμε το υλικό αυτό σε ένα προστατευτικό περιβάλλον. Κανονικά, η μούμια που φιλοξενούμε εδώ, αλλά και τα κεφάλια των ληστών, θα έπρεπε να διατηρούνται σε έναν ψυχόμενο θάλαμο. Παρότι προσπαθούμε να κρατήσουμε τα εκθέματα σε άριστη κατάσταση, κοιτώντας προσεκτικά θα δει κανείς πως υπάρχουν μικρές αλλοιώσεις.


Επιπλέον, οι χρηματοδοτήσεις είναι πενιχρές. Θα πρέπει να αλλάξουν πάρα πολλά πράγματα ώστε να συντηρούμε τα εκθέματα όπως ακριβώς πρέπει, αλλά δυστυχώς οι πόροι μας είναι περιορισμένοι. Ακόμα και οι προθήκες στις οποίες φυλάσσονται τα μεγάλης αξίας μαχαίρια, δεν είναι οι κατάλληλες, διότι εκπέμπουν ουσίες οι οποίες διαβρώνουν το μέταλλο».

Υπάρχουν νεότερες υποθέσεις εγκλημάτων που θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν ενδιαφέροντα στοιχεία για το Μουσείο;

Πόσο ενδιαφέρον θα είχε αν στο Μουσείο Εγκληματολογίας προστίθεντο τεκμήρια νεότερων εγκλημάτων που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα και για τα οποία το κοινό είχε σαφώς μεγαλύτερη ενημέρωση λόγω της ανάπτυξης των Μέσων Ενημέρωσης; Σαφώς τεράστιο. Κατά πόσο, όμως, είναι εφικτό κάτι τέτοιο;

Ο Δρ. Μωραϊτης –ως δικαστικός ανθρωπολόγος- είναι ο πλέον κατάλληλος να μας δώσει την απάντηση.

«Κάποιες υποθέσεις πράγματι θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στο Μουσείο. Πολλές από αυτές που χειριζόμαστε, όμως, είναι ακόμα σε εξέλιξη, πράγμα που σημαίνει πως θα περάσει καιρός μέχρι να έχουμε τη δυνατότητα να εντάξουμε  σχετικό υλικό στο μουσείο. Ειδικά όσες βρίσκονται στο στάδιο της προανάκρισης –όσες δεν έχουν κλείσει δηλαδή- πρέπει να παραμείνουν ασχολίαστες.


Δε μπορούμε να μιλήσουμε δημόσια για κάτι το οποίο βρίσκεται στο στάδιο της διερεύνησης, πόσο μάλλον να χρησιμοποιήσουμε υλικό για άλλους σκοπούς. Παρότι είναι ποινικά κολάσιμο, βέβαια, υπάρχουν οι γνωστοί ''τηλεοπτικοί αστέρες'' που συνηθίζουν να βγαίνουν και να μιλούν για υποθέσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη…», τονίζει.

Τόσο η Δρ. Στεφανίδου Λουτσίδου, όσο και ο Δρ. Aθανασέλης παίρνουν θέση:

«Τα περισσότερα στοιχεία τα παίρνει η αστυνομία, έχει δικό της μουσείο. Αν κρίνουμε πως κάποιο στοιχείο είναι μεγάλης ιστορικής αξίας, μπορούμε να το ζητήσουμε από τον εισαγγελέα», λέει η διευθύντρια του μουσείου, με τον τοξικολόγο να προσθέτει: «Απαιτεί διαδικασία μεγάλη, καθώς για να έρθει σε εμάς θα πρέπει να τελεσιδικήσει η υπόθεση, κάτι που απαιτεί πολλά χρόνια»…

Τελειώνοντας, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τους καθηγητές που μας υποδέχτηκαν στο Εγκληματολογικό Μουσείο και που παρά τον περιορισμένο τους χρόνο, μας αφιέρωσαν πολλές ώρες ώστε να αποχωρήσουμε «γεμάτοι» και βέβαιοι πως η επίσκεψη αυτή άξιζε τον κόπο και με το παραπάνω.

Υ.Γ. Αν ενδιαφέρεστε να δείτε από κοντά τον υπέροχο αυτό χώρο, αξίζει μία προσπάθεια…

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

 
Top