Ήταν 8 Αυγούστου όταν οι αναλυτές ενός από τα πλέον έγκριτα οικονομικά ινστιτούτα της Ευρώπης έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για τον κολοσσό της ευρωπαϊκής τραπεζικής σκηνής: για τη μεγαλύτερη εμπορική τράπεζα της ηπείρου, τη γερμανική Deutsche Bank.


Oι οικονομολόγοι του Κέντρου Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ερευνας (ZEW) του Μανχάιμ ήταν σαφέστατοι: «Σε περίπτωση μιας νέας οικονομικής κρίσης στην Deutsche Bank θα σημειωθεί κεφαλαιακό κενό ύψους 19 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο μεταξύ 51 ευρωπαϊκών τραπεζών». Με τον επικεφαλής του ινστιτούτου καθηγητή Σάσα Στέφεν να επισημαίνει ότι μια αύξηση μετοχικού κεφαλαίου θα ήταν μεν η απάντηση σε ένα τέτοιο σενάριο κρίσης, πλην όμως μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν δύσκολη στην τρέχουσα συγκυρία.

Η αγωνία των αναλυτών ήταν ήδη δικαιολογημένη από τη στιγμή που οι περισσότεροι γνώριζαν από καιρό τα προβλήματα που συσσωρεύονταν στον τραπεζικό γίγαντα της Ευρωζώνης. Δεν ήταν τόσο το γεγονός ότι η Deutsche Bank έχανε στα τέλη του καλοκαιριού και σχεδόν σε καθημερινή βάση χρηματιστηριακή αποτίμηση και υπεραξίες όσο το ότι η έκθεσή της στα derivatives, στη δευτερογενή αγορά Παραγώγων, την αγορά-μήτρα της κρίσης, είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Η πίεση που δέχθηκε η τράπεζα από τις αμερικανικές εποπτικές αρχές με αφορμή τη συμμετοχή της στο σκάνδαλο των τιτλοποιημένων στεγαστικών δανείων (προ του 2008 σε αγαστή σύμπνοια τότε με τους αμερικανικούς και ελβετικούς κολοσσούς) την οδήγησε σταδιακά στο να χάσει σε αξία το 90% της τιμής της μετοχής της (από τα 100 στα 10,2 ευρώ τη Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016) και να προκαλέσει τριγμούς στο τραπεζικό σύστημα ολόκληρης της Ευρωζώνης.

Τα νούμερα κόβουν την ανάσα: παρά την προσπάθεια της διοίκησης του γερμανικού κολοσσού να καθησυχάσει την αγορά ότι μπορεί να αντιμετωπίσει μόνος του τα προβλήματά του χωρίς κρατική βοήθεια, οι επενδυτές κάθε άλλο παρά με ηρεμία αντιμετωπίζουν τις εξελίξεις, βλέποντας την πιθανότητα χρεοκοπίας της τράπεζας, όπως αντικατοπτρίζεται στα 5ετή CDS, να έχει εκτοξευτεί την Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου πάνω από το 20%.

Την ίδια ώρα η κεφαλαιοποίησή της έχει πέσει κάτω από τα 16 δισ. δολάρια, ακριβώς τη στιγμή που οι αμερικανικές αρχές ζητούν, προκειμένου να «συμβιβαστούν» και να πάψουν τις έρευνες για τον ρόλο της Deutsche Bank στο σκάνδαλο του 2008, ένα ποσό-μαμούθ που προσεγγίzει τα 14 δισ. δολάρια, το δεύτερο μεγαλύτερο δηλαδή μετά από εκείνο των 17 δισ. της BofΑ Merryll Lynch. Oι Γερμανοί μάνατζερ της τράπεζας αντιτείνουν ότι το μεγαλύτερο μερίδιο στο οποίο έφτασε ποτέ η Deutsche Bank στην αμερικανική αγορά τιτλοποιημένων στεγαστικών δανείων ήταν της τάξης του 6,4% της αγοράς, άρα με απόλυτους αριθμούς και σε σύγκριση με τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια θα έπρεπε να καταλήξουν σε διακανονισμό με τις αμερικανικές αρχές στα επίπεδα των 5-5,5 δισ. δολαρίων.

Αυτό, εξάλλου, δηλώνουν ότι είναι και το υψηλότερο ποσό που θα μπορούσε να πληρώσει η τράπεζα και για το οποίο υπάρχει ήδη πρόβλεψη στον ισολογισμό της και παρακράτηση του ποσού σε ειδικό λογαριασμό. Οι αμερικανικές αρχές ανταπαντούν αμφισβητώντας το εύρος συμμετοχής της Deutsche Bank συνολικά στην αγορά derivatives, υπολογίζοντας επ' αυτού του ποσοστού το εύρος των κερδών που αποκόμισε επί σχεδόν μία δεκαετία. Οι Αμερικανοί «βγάζουν» τη συνολική μόχλευση των κεφαλαίων της Deutsche Bank στο αστρονομικό ύψος των 50 και πλέον τρισ. (!) δολαρίων, δηλαδή σχεδόν 17-20 φορές το ΑΕΠ της Γερμανίας και 3-4 φορές το ΑΕΠ της Ευρωζώνης!

Παγκόσμιος ο συναγερμός για τις τράπεζες;

Με δεδομένη τη συνταγή για μια νέα «τέλεια καταιγίδα», με τα κεφάλαια όχι μόνο του γερμανικού τραπεζικού κολοσσού αλλά σχεδόν όλων των συστημικών τραπεζών στην Ευρώπη να έχουν επεκταθεί και μοχλευτεί κατά εκατοντάδες φορές πάνω από κάθε επιτρεπτό όριο, ανερχόμενα σε δεκάδες τρισεκατομμύρια Παραγώγων, η προοπτική τού να σκάσει μια επόμενη φούσκα λειτουργεί ακριβώς όπως όχι μία, αλλά δεκάδες ωρολογιακές βόμβες στα θεμέλια του διεθνούς τραπεζικού συστήματος. Αν κάποιος αμφέβαλλε, τις ενστάσεις του τις «έπνιξε» μέσα σε δύο μόλις ημέρες, στις 25 και 25 Σεπτεμβρίου, με διαδοχικές ανακοινώσεις της η Commerzbank AG.

Για τους μη γνώστες, πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας η οποία, διά στόματος του νέου της διευθύνοντος συμβούλου Μάρτιν Τσίλκε, ανακοίνωσε αρχικά πως σχεδιάζει να περικόψει 9.000 θέσεις εργασίας και να αναβάλει τη διανομή μερίσματος για τη χρήση 2015-16 στο πλαίσιο μιας γενικότερης αναδιάρθρωσης. Σε δεύτερο χρόνο ο νέος CEO της τράπεζας δήλωσε ότι τα περιθώρια κέρδους έχουν δεχτεί χτύπημα από τα αρνητικά επιτόκια και αποκάλυψε ότι όλες οι γερμανικές τράπεζες αναζητούν τρόπους για να περικόψουν τα κόστη τους. Η δε Commerzbank στόχο έχει να ολοκληρώσει την αναδιάρθρωσή της έως το 2020 με προβλεπόμενο κόστος ως 1 δισ. ευρώ.

Τα αλλεπάλληλα δημοσιεύματα τρόμου από τις γερμανικές εφημερίδες το μόνο που προκάλεσαν ήταν μια δημόσια δέσμευση της Γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ ότι «όσο μεγάλη κι αν είναι η Deutsche Bank, δεν πρόκειται το κράτος να τρέξει να τη σώσει». Η κυρία Μέρκελ βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με τους δικούς της δαίμονες! Αρνούμενη το bail out στη μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα, συντηρεί φαύλους κύκλους για να μην... ανοίξει ο ασκός του Αιόλου.

Επί της ουσίας, τα οικονομικά προβλήματα της Deutsche Bank είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται αυτή τη στιγμή η Μέρκελ, η οποία βρίσκεται στην τελική ευθεία προτού επιδιώξει μια τέταρτη θητεία στην καγκελαρία. Μετά τους τριγμούς που προκάλεσε κυρίως το δημοσίευμα του περιοδικού «Focus» ότι η καγκελάριος απέκλεισε κατηγορηματικά κάθε πιθανότητα κρατικής βοήθειας για την κεφαλαιακή στήριξη της Deutsche Bank ή την όποια ανάμειξη του Βερολίνου για μείωση του προστίμου-μαμούθ των 14 δισ. δολαρίων που ζητούν οι ΗΠΑ ως αποζημίωση από την τράπεζα, ο εκπρόσωπος της Μέρκελ Στέφεν Ζάιμπερτ έσπευσε να βάλει φρένο στις φήμες ότι μπορεί να ζητήσει κρατική βοήθεια. «Είναι ασύλληπτο ότι κάποτε θα βοηθούσαμε την Deutsche Bank με χρήματα των φορολογουμένων», προσέθεσε και ο Χανς Μίχελμπαχ, γερουσιαστής του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών. «Αυτό θα οδηγούσε σε δημόσια κατακραυγή. Το πολιτικό οικοδόμημα θα έχανε κάθε αξιοπιστία αν η κυβέρνηση ενέδιδε», συμπλήρωσε ο ίδιος. Στον αντίποδα ο διευθύνων σύμβουλος του χρηματοασφαλιστικού ομίλου Allianz, Αντρέας Ούτερμαν, ανέφερε ότι το Βερολίνο θα αναγκαστεί να προχωρήσει στην οικονομική διάσωση της Deutsche Bank, καθώς όπως σημείωνε: «Η τράπεζα είναι πολύ σημαντική για τη γερμανική οικονομία».

Εκείνο που δεν είπε είναι ότι η Deutsche Bank είναι πολύ σημαντική και για την Allianz λόγω του μετοχικού πακέτου της τράπεζας που ελέγχει η ασφαλιστική! Σε κάθε περίπτωση, για τη Μέρκελ, η όποια πολιτική δράση αυτή τη στιγμή θα αποδεικνυόταν τοξική, καθώς αντιμετωπίζει τόσο τη δημόσια κατακραυγή για τις κινήσεις της στο Προσφυγικό όσο και εσωκομματικές εντάσεις και μειωμένα ποσοστά στις δημοσκοπήσεις. Επιπλέον, τυχόν επαναφορά μετά από χρόνια στο δόγμα «η τράπεζα είναι πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει»», η πίεση για επιβολή φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και το φρένο στα τραπεζικά μπόνους είναι πολύ δύσκολο να τα «πουλήσει» σε ένα εκλογικό σώμα που είναι ήδη αρνητικά διακείμενο.

Πολύ απλά δεν μπορεί να ζητήσει και πάλι χρήματα από τις τσέπες των Γερμανών, ιδίως όταν έφτιαξε ειδικό νόμο (αποκλειστικό bail in) για τυχόν μελλοντικές διασώσεις τραπεζών. Αγωνίστηκε μαζί με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να τον περάσει και τον πέρασε στους Γερμανούς ψηφοφόρους με το αιτιολογικό ότι εφεξής θα αποφεύγεται η διάσωση των τραπεζών από τους φορολογουμένους. Για το τυπικό, από 1/1/2016 ισχύει η οδηγία BRRD, η οποία προβλέπει ότι εφεξής η εξυγίανση των τραπεζών θα γίνεται με κεφάλαια των μετόχων, των ομολογιούχων και των καταθετών τους (bail in) και όχι των φορολογουμένων (bail out) όπως ίσχυε μέχρι πρότινος.

Ναι, αλλά η Deutsche;

Οι προειδοποιήσεις της BIS, η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης και τα «τοξικά» μηδενικά επιτόκια

Αν πέσει η Deutsche Bank, τότε όχι μόνο η Γερμανία, αλλά ολόκληρη η Ευρωζώνη θα κινδυνεύσει με κατάρρευση. Και μπορεί η καγκελάριος Μέρκελ να επιμένει ότι δεν μπορεί να κάνει κάτι, την ίδια στιγμή όμως κάποιοι άλλοι εκτιμούν ότι υπάρχουν κινήσεις που μπορεί να γίνουν. Στο τελευταίο τριμηνιαίο δελτίο της η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS) επισημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές και κατά δεύτερο λόγο οι ιαπωνικές τράπεζες διολισθαίνουν σε έναν «βάλτο», όπως λένε χαρακτηριστικά, από τον οποίο δεν φαίνονται ικανές να ξεφύγουν: τα χαμηλά έως μηδενικά επιτόκια σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη ύφεση ή έστω τη χαμηλή ως μηδενική ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας. Ο συνδυασμός αυτός των δύο παραγόντων, κατά την BIS, ευθύνεται για τη συνεχιζόμενη πίεση των ανά την υφήλιο τραπεζών, καθώς ακυρώνει στην πράξη «τη δυνατότητά τους να παράγουν κέρδη». Με δυο λόγια οι αναλυτές της ΒIS κατηγορούν τις επιλογές των κρατικών τραπεζών να προσφέρουν φθηνό χρήμα και μηδενικά επιτόκια και την αδυναμία των εμπορικών τραπεζών να μοχλεύσουν με ικανοποιητικό πρόσοδο τα κεφάλαιά τους. «Η απόδοση των κεφαλαίων στο τραπεζικό σύστημα είναι μικρότερη και από το κόστος αυτών των κεφαλαίων», τονίζει η BIS και φωτογραφίζει αυτό ως «βασικό κίνδυνο στα θεμέλια του τραπεζικού συστήματος».

Οι αναλυτές της BIS επισημαίνουν ότι δεν είναι μόνο η Deutsche Bank, αλλά το μεγαλύτερo μέρος του ευρωπαϊκού και διεθνούς τραπεζικού συστήματος, το οποίο μετά τη διακοπή των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης της Fed έχει στρέψει τις προσδοκίες αναχρηματοδότησής του στην ΕΚΤ και στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης που έχει δρομολογήσει για να καλύψουν τις μαύρες τρύπες των ανοιγμάτων από τα κόκκινα δάνεια της Ιταλίας, της Ελλάδας και των άλλων χωρών της Ευρωζώνης. Αυτό το περιβάλλον των μηδενικών ή αρνητικών επιτοκίων το οποίο έχουν δρομολογήσει οι κεντρικοί τραπεζίτες ως ύστατο εργαλείο διασφάλισης της αναχρηματοδότησης είναι απλά «τοξικό» κατά την BIS, αφού «λειτουργεί ως κόφτης στη βασική δυνατότητα επέκτασης του κεφαλαίου μέσα από τη φυσιολογική διαδρομή του, δηλαδή αυτή της θετικής διαφοράς ανάμεσα στις αποδόσεις και στο κόστος του, μια διαφορά που έχει γίνει πλέον αρνητική». Κι αυτό δεν αφορά μόνο την Deutsche Bank, αλλά το σύνολο του τραπεζικού συστήματος. Η BIS αγωνιά και καλεί τη Fed να αυξήσει αυτή πρώτη και άμεσα τα επιτόκιά της...

Οι εκτιμήσεις των αναλυτών και ο ρόλος του SRM

Με τον προβληματισμό της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών φαίνεται πως συντάσσονται πλείστοι όσοι ανεξάρτητοι αναλυτές και επενδυτές. Ολοι τους πραγματικά φοβούνται πως είναι πιθανή περισσότερο από ποτέ μια νέα, μεγάλη τραπεζική κρίση στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Οι περισσότεροι υπενθυμίζουν ότι η μεγάλη γερμανική τράπεζα, λόγω μεγέθους και σχέσεων με τις υπόλοιπες τράπεζες, μπορεί να συμπαρασύρει τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, πλήττοντας κυρίως τις μετοχές των ιταλικών και ισπανικών τραπεζών. Σε μια τέτοια περίπτωση θεωρητικά το μόνο που απομένει είναι η ενεργοποίηση της διαδικασίας του bail in. Για του λόγου το αληθές, στις 30 Σεπτεμβρίου έληγε θεωρητικά η προθεσμία που είχαν οι ευρωπαϊκές -και οι ελληνικές- τράπεζες για να παρουσιάσουν στον SRM, τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης Τραπεζών της Ευρώπης, πλάνα επιβίωσης σε πιθανό «ατύχημα» που θα μπορούσε να ενεργοποιήσει τη διαδικασία του bail in. Θεωρητικά πάντα, από αύριο θα γνωρίζουμε ποια είναι τα λεγόμενα recovery plans των τραπεζών - με δυο λόγια πώς σκέφτονται οι τραπεζίτες να διαχειριστούν την πιθανότητα να χρειαστούν διάσωσή τους με νέα κεφάλαια, χωρίς όμως να κουρέψουν τις καταθέσεις των πελατών τους. «Ξόρκι» στο bail in, δηλαδή, εν μέσω της χειρότερης δυνατής συγκυρίας.

Με τους αναλυτές να δείχνουν πεπεισμένοι πως τα χειρότερα έρχονται!

Σε αυτή την κατεύθυνση, τελευταία -χρονικά- έρχεται η προειδοποίηση από τους αναλυτές και διαχειριστές της Phoenix Capital, που σε αναφορά τους μεσοβδόμαδα χαρακτηρίζουν την Deutsche Bank «καναρίνι στο ανθρακωρυχείο» για την Ευρώπη, καθώς θεωρούν πως είναι από τους πρώτους δείκτες για το τι πρόκειται να συμβεί, δεδομένης της σπουδαιότητάς της για το τραπεζικό σύστημα. Οι κορυφαίοι διαχειριστές λένε ότι καθώς η Deutsche Bank έχει δεσμούς με τα περισσότερα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης και βρίσκεται στην κορυφή της ευρωπαϊκής λίστας με τη μεγαλύτερη έκθεση στα Παράγωγα, όταν η αξία της κατακρημνίζεται, τότε «αντιλαμβάνεται κανείς ότι κάτι μεγάλο έρχεται».
Πόσο μεγάλο; Η απάντηση από τη Phoenix Capital, η οποία χαρακτηριστικά τονίζει ότι «η Deutsche Bank είναι αρκετά μεγαλύτερη από τη Lehman Brothers»...

Η πιθανή ντρίμπλα της Μέρκελ

Επί του πρακτέου, η γερμανική κυβέρνηση διαθέτει εργαλεία για να βοηθήσει την Deutsche. Ο λόγος για μια... έμμεση βοήθεια που είναι δυνατή, ακόμα και μετά την αλλαγή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, η οποία πλέον επιβάλλει το bail in. Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές οι πληροφορίες έκαναν λόγο για παρέμβαση Βερολίνου στην «τραπεζική τραγωδία» με «τεχνικό τρόπο», για παράδειγμα με τη χρήση κεφαλαίων από τις περιφερειακές και συνεταιριστικές τράπεζες για μια πιθανή αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Deutsche Bank. Ετσι, επισήμως το κράτος δεν θα έχει κάνει τίποτε μεμπτό, πλην όμως η ίδια η Μέρκελ θα φανεί ασυνεπής ως προς τις δικές της εμμονές για την κατά γράμμα τήρηση των δικής της έμπνευσης κανόνων και νόμων...

 
Top