Το γέμισα κι απόψε το ποτήρι, με πόνους με φαρμάκια, με καημούς και είπα μέσα στο αναφιλητό μου, Θεέ μου ΓΙΑΤΙ;

Και μέτρησα μέσα στο πιες, στιγμές και δυνατούς παλμούς από τους φόβους, βαθιές χαρακιές που άφησαν της αγωνίας οι νυχιές...

Και τότε σκέφτηκα περπατησιές και δρόμους, μονοπάτια που πάτησε το πέλμα της ζωής, χάρισμα του πατέρα και της μάνας μου να δίνω μέτρα και να παίρνω πίκρες και είπα:
«Στον πηγεμό, βρήκα γκρεμό, για της Ιθάκης τον προορισμό... Και δεν επέστρεψα...».

Και δεν επέστρεψα ποτέ απ’ το ταξίδι που μακρινό έμελλε να τρέχει μέσα στ’ αυλάκια του μυαλού και να αναζητά τον προορισμό για να ξαποστάσει που δεν εγνώρισε ποτέ.

Βαρύς ο πέλεκυς που πέφτει πάνω σε ένα χαμόγελο ζωηρό και όμορφο. Όταν  τη ζωή κολακεύει, για τα ωραία χείλη που του χάρισε και το αγνό του πρόσωπο, που προσπαθεί να τη μαγέψει.

Βαρύς ο πέλεκυς. Ασήκωτος!!! Σαν χάνεις το φως από τα μάτια σου, και σβήνει το χαμόγελο το ζωηρό και όμορφο, όταν τη ζωή κολακεύει, για τα ωραία χείλη που του χάρισε και το αγνό του πρόσωπο, που προσπαθεί να τη μαγέψει...

Και μέτρησα μέσα στο πιες, απ’ το ποτήρι που γέμισα και ξαναείπα μέσα στο αναφιλητό μου, Θεέ μου ΓΙΑΤΙ;

Ο ΚΑΝΕΝΑΣ










 
Top